Αύξηση των δαπανών για την κάλυψη των βασικών αναγκών, όπως για τρόφιμα, λογαριασμούς σπιτιού και θέρμανση, λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και από την άλλη πλευρά, περικοπές των λιγότερο αναγκαίων, όπως για ψυχαγωγία, ταξίδια και αγορές ρούχων, παπουτσιών, επίπλων κτλ., αποτελούν πλέον τις κυρίαρχες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων εν μέσω ακρίβειας.
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,6%) περιόρισε τις δαπάνες του για εξόδους και διασκέδαση (εστιατόρια, καφέ, σινεμά, κ.λπ.). Σχεδόν το ίδιο ποσοστό (49%) ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια, το 41,5% περιόρισε τις δαπάνες του για αγορές ένδυσης-υπόδησης ενώ το 38,9% δαπάνησε λιγότερα για οικιακά είδη-έπιπλα-ηλεκτρικές συσκευές. Παράλληλα, σχεδόν 7 στα 10 νοικοκυριά (66,8%) δηλώνουν πως είτε χρειάζεται να κάνουν περικοπές προκειμένου να καλύψουν τα αναγκαία έξοδα, είτε δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα φαίνεται πως είναι η μεγαλύτερη «πληγή» για το διαθέσιμο εισόδημα της συντριπτικής πλειονότητας των ελληνικών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, πάνω από 7 στα 10 (72,7%) δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα τα επηρέασαν περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες. Ακολουθούν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας (52,3%), οι τιμές στη βενζίνη (26,1%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (20%).
Υψηλοί παραμένουν παράλληλα οι δείκτες που αφορούν στην καθυστέρηση κάλυψης κάποιας βασικής ανάγκης, όπως επίσκεψη σε κάποιον γιατρό (για το 39,7% των νοικοκυριών), πληρωμή του ηλεκτρικού ρεύματος (26,2%), των λογαριασμών θέρμανσης (21,8%) και πληρωμή φροντιστηρίου/παιδικού σταθμού κλπ. (10%). Την ίδια στιγμή, χαμηλό παραμένει το ποσοστό όσων έχουν τη δυνατότητα να βάλουν χρήματα στην άκρη καθώς, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.