«Ποιες ρίζες απλώνονται γρυπές, ποιοι κλώνοι δυναμώνουν
Μέσα στα πέτρινα τούτα σαρίδια; Γιε του ανθρώπου,
Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς, γιατί γνωρίζεις μόνο
Μια στοίβα σπασμένες εικόνες, όπου χτυπάει ο ήλιος,
Και δε σου δίνει σκέπη το πεθαμένο δέντρο, κι ο γρύλος ανακούφιση,
Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού» (Thomas Stearns Eliot-‘Η Έρημη Χώρα’)

Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Καραούσογλου

Πριν από περίπου τρεις μήνες (Ιούλιος 2022), πέθανε από καρκίνο, ο Γιάννης Καραούσογλου, θείος του γράφοντος, άλλοτε ιδιοκτήτης ψαροταβέρνας στην Νέα Αρτάκη Εύβοιας και στο Πλατύ Ημαθίας, τόπο καταγωγής του, και επίσης, άλλοτε εργαζόμενος στη βιομηχανία μετάλλου της Χαλκίδας, εκεί όπου επίσης ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα.

Ίσως η χρονική απόσταση που έχει προκύψει μετά από το γεγονός του θανάτου, μας βοηθά στο να σταθούμε περισσότερο σε αυτό ακριβώς το πεδίο: Δηλαδή, στο ό,τι ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, στην νομό Εύβοιας (νυν περιφερειακή ενότητα).

Αυτή ακριβώς η δραστηριότητα, που δεν ήταν βέβαια στενά συνδικαλιστική, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πιο στενά την «βιογραφική του διαδρομή», σε αυτόν τον χώρο, για να παραφράσουμε ελαφρά έναν εμβριθή μελετητή των κοινωνικών κινημάτων στην Ελλάδα και διεθνώς, όπως είναι ο Κώστας Κανελλόπουλος.

Έτσι λοιπόν, αυτή η διαδρομή ξεκινά τη δεκαετία του 1980, με τον ίδιο να αποτελεί ένα ιδιαίτερο ‘προϊόν’ του κοινωνικού-πολιτικού ριζοσπαστισμού που προκάλεσε (κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει, ‘απελευθέρωσε’), η άνοδος του Ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, εξέλιξη η οποία τον βοήθησε, όχι μόνο να ανα-διαμορφώσει την πολιτική του ταυτότητα, αλλά και να ξεκινά να συγκροτεί το συνδικαλιστικό του προφίλ, διαδικασία που προσέλαβε περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά την εργασιακή του ένταξη στον κλάδο του μετάλλου.

Έκτοτε (το γεγονός της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 παραμένει σημαντικό, διότι προσέδωσε ορμή στον διεκδικητισμό του), αυτό το εργατικό-συνδικαλιστικό προφίλ δεν έπαυε να εξελίσσεται, να συμβαδίζει με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, όντας προσανατολισμένο σε ό,τι οι Μπιθυμήτρης & Clawson ορίζουν ως «ακτιβισμό υψηλού ρίσκου».
Κάτι που σημαίνει πως δεν λάμβανε ιδιαίτερα υπόψη το κόστος από την ενδεχόμενη συμμετοχή του σε μία απεργιακή δράση, από την επιθυμία κλιμάκωσης αυτής της δράσης, παραμένοντας όμως ορθολογικά σκεπτόμενος.

Επίσης, οι συνδικαλιστικές στρατηγικές που υιοθετούσε εμπεριείχαν εντός τους την απεργία και δη την μαχητική απεργία, για λόγους κλαδικούς όπως είναι η πρόσληψη εργαζομένων, η μη απόλυση άλλων, η αύξηση του μισθού, και, επίσης, την ανοιχτή ή αλλιώς, δημόσια επίδειξη αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη στην περίπτωση του, εκφράζεται με δύο τρόπους.

Πρώτον, με την επίδειξη αλληλεγγύης προς τους απολυμένους συναδέλφους του, βιώνοντας και ο ίδιος το τι σημαίνει απόλυση, δίχως όμως να τον επηρεάζει αρνητικά ως προς την απόφαση συνέχισης της συνδικαλιστικής του δράσης.

Και δεύτερον, μέσω της επίκλησης συναισθημάτων (σθένος, πίστη), που τόνιζαν την κοινή ιδιότητα, παράγοντας μία αίσθηση συν-ανήκειν: ‘Είμαστε συνάδελφοι και θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα μαζί.’ Σε μία τέτοια αντίληψη, όπως αυτή του Γιάννη Καραούσογλου, το πρόβλημα γινόταν κοινό, ή αλλιώς, δια-μοιράζονταν. Και αυτή ήταν η βασική προϋπόθεση για να ξεκινήσει και η προσπάθεια διόρθωσης του.
Είναι σε τέτοιες περιπτώσεις όπου λειτουργούσε ως συνδικαλιστικός ηγέτης (Σοσιαλδημοκρατικού τύπου) σε ένα σημείο όπου, αφενός μεν προσπαθούσε να ενθαρρύνει τους συναδέλφους του, και, αφετέρου δε, να συμβάλλει με σαφήνεια στην εκ νέου θέσπιση των στόχων, όπως είναι η ανάκληση της απόφασης απόλυσης των εργαζομένων, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η επαναλειτουργία του εργοστασίου.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, ως τρίτο στοιχείο που δηλώνει αλληλεγγύη, την εμπλοκή του στην πραγματοποίηση εκστρατειών για την συγκέντρωση χρηματικών ποσών (καμπάνιες αλληλοβοήθειας), για την συγκέντρωση χρηματικών ποσών υπέρ των απολυμένων εργαζομένων. Αυτή είναι η μία πτυχή της συνδικαλιστικής του δραστηριοποίησης. Και δεν είναι η μόνη.

Η δεύτερη πτυχή έγκειται σε ό,τι θα ορίσουμε ως ενεργή συνδικαλιστική συμμετοχή. Έτσι λοιπόν, ο ίδιος γίνεται μέλος του σωματείου εργαζομένων ‘Τσαούσογλου,’ αναλαμβάνοντας, ως δείγμα της εμπιστοσύνης που απολάμβανε μεταξύ των εργαζομένων του σωματείου, και τη θέση του αντιπροέδρου, σύνεδρος (μέλος) του Εργατικού Κέντρου Εύβοιας, μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Μετάλλου (ΠΟΕΜ).

Η συμμετοχή του σε διάφορες συνδικαλιστικές συλλογικότητες, κατέστησε εφικτή την αξιοποίηση της ενεργητικότητας και των ιδεών του, επ’ ωφελεία των συναδέλφων του και με θετικά αποτελέσματα.

Ο Γιάννης Καραούσογλου ως ιδιαίτερο ‘προϊόν’ της δεκαετίας του 1980, δεν βίωσε μόνο, και εκ των έσω τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε το συνδικαλιστικό κίνημα, δίχως να εκχωρεί το μαχητικό του πνεύμα και τον διεκδικητισμό του.
Βίωσε, με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο, και την διαδικασία μετάβασης από έναν παραδοσιακό, διεκδικητικό συνδικαλισμό, προς έναν συνδικαλισμό που υιοθετούσε ως τρόπο διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης της συνδικαλιστικής του ισχύος, την περισσότερο εκλεπτυσμένη μορφή του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όντας, και αυτό είναι ιδιαίτερο στοιχείο, από τα πριν έτοιμος για μία τέτοια μετάβαση. Και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού;

Ο γράφων θυμάται αρκετές εξιστορήσεις του για τις συναντήσεις και τις συζητήσεις που είχε με τον άλλοτε υπουργό Εργασίας του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Γιαννόπουλο, συζητήσεις που προφανώς εντοπίζονται τη δεκαετία του 1980, στο οποίον και εξέθετε τα προβλήματα του κλάδου και των εργαζομένων του, καθιστώντας τον έτσι, μέσω του δια ζώσης διαλόγου, κοινωνό αυτών των προβλημάτων. Προσθέτοντας στο ρεπερτόριο του σωματείου στο οποίο ανήκε, άλλο ένα διαπραγματευτικό ‘όπλο.’

Αυτή η διαδικασία συνδικαλιστικής μετάβασης (ως απόρροια της εμβάθυνσης της συμμετοχής της χώρας στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ), λαμβάνει χώρα τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, όταν και ο νομός Εύβοιας αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα εντεινόμενο ‘κύμα’ αποβιομηχάνισης που δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις παραγωγικές δομές του, τις εργασιακές σχέσεις σε επίπεδο νομού, τις προοπτικές που διαμορφώνονται.
Ο επικοινωνιακός και εξωστρεφής Γιάννης Καραούσογλου προσαρμόστηκε με ευελιξία σε αυτή την μείζονα αλλαγή. Ίσως ένα ακόμη χαρακτηριστικό του συνολικού συνδικαλιστικού του παραδείγματος που χρήζει επισήμανσης, έχει να κάνει με το ανοιχτό πνεύμα με το οποίο προσέγγιζε τα πράγματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν δίσταζε να αντιπαρατεθεί σε κυβερνητικές πολιτικές του κόμματος (ΠΑΣΟΚ) στο οποίο ανήκε, παραμένοντας θετικός σε συγκλίσεις και στη σύναψη κοινωνικών συμμαχιών, προκειμένου να ενισχυθεί η δύναμη πυρός του σωματείου και του Ευβοϊκού συνδικαλιστικού κινήματος, με συνδικαλιστές που ανήκαν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Κάνοντας πράξη το η ‘ισχύς εν τη ενώσει.’

Κλείνοντας την ανάλυση μας, θα σταθούμε σε ένα σημείο που αποκτά ιδιαίτερη αξία και ένα εκ των σημαντικότερων κοινωνικών-πολιτικών παρακαταθηκών που αφήνει, μαζί με την στάση αξιοπρέπειας και ηθικής ακεραιότητας κατά τη διάρκεια της ασθένειας του.

Στο ό,τι δηλαδή, δεν επέδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, αυτό που πολύ παραστατικά οι Αμερικανοί κοινωνικοί επιστήμονες Blyton & Turnbull, μελετώντας τις συμπεριφορές που μπορεί να αναπτύξει ένας εργαζόμενος, ονομάζουν «συμπεριφορά αρπακτικού».
Η διάθεση προσφοράς που τον χαρακτήριζε, η πρόθεση παροχής βοήθειας εντός και εκτός εργασιακού βίου, χωρίς να διεκδικεί κάποιο φωτοστέφανο αγιότητας, σε συνδυασμό με τον απροσποίητο αυθορμητισμό με τον οποίο ενίοτε αντιμετώπιζε τα πράγματα, ήταν αρκετά ισχυρά, που απέτρεπαν το οποιοδήποτε ενδεχόμενο απόκτησης τέτοιας νοοτροπίας.

ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version