Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε συνέντευξη της σήμερα στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα και στον ΣΚΑΙ 100.3, αναφέρθηκε στο Ανάκτορο του Φιλίππου B’ στις Αιγές, που εγκαινιάζεται από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την Παρασκευή 5 Ιανουαρίου. Συγκεκριμένα είπε:
«Πολλαπλά τα νοήματα και οι συμβολισμοί της συγκεκριμένης αποκατάστασης. Θα ξεκινήσω από το γεγονός ότι μέχρι το 2007 που ξεκίνησε δειλά αλλά αποφασιστικά η αναστήλωση του συγκεκριμένου μνημείου, δεν φαινόταν τίποτα. Δεν είχαμε δηλαδή ένα μνημείο το οποίο σωζόταν εν μέρει στην τρίτη του διάσταση και λοιπά. Ήταν ένα μνημείο που είχε τα μέλη του διάσπαρτα σε μια μεγάλη ακτίνα, γύρω από τον βασικό του πυρήνα, αλλά ήταν στην πραγματικότητα επίπεδο. Αυτό λοιπόν είναι πάρα πολύ σημαντικό. Διότι ξαφνικά παρουσιάζεται αναστηλωμένο ένα μνημείο, το οποίο επί της ουσίας δεν υπήρχε. Και μιλάμε για το μεγαλύτερο μνημείο στον ελλαδικό χώρο», δήλωσε η υπουργός για το ανακτορικό σύνολο, που καταλαμβάνει 15.000 τμ και μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του φτάνει στις 25.000 τμ.
«Είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα. Ένα οικοδόμημα το οποίο φαίνεται ότι σχεδιάζεται από τον Φίλιππο, ο οποίος είναι ο βασιλιάς που οργανώνει το Βασίλειο των Μακεδόνων, αντλεί στοιχεία από την πολιτική, κοινωνική κατάσταση των πόλεων κρατών της Νότιας Ελλάδας, γιατί είναι πολλά τα στοιχεία του συγκεκριμένου συγκροτήματος που παραπέμπουν -για να το καταλάβουμε όλοι, λίγο απλά, στην αγορά- σε χώρους συνάθροισης. Ήταν κάτι που βρισκόταν στον πυρήνα των δημοκρατικών πόλεων της Νότιας Ελλάδας. Ο Φίλιππος, λοιπόν, οργανώνει, μεταρρυθμίζει, στην ουσία, το βασίλειο των Μακεδόνων και δημιουργεί το έδαφος γι’ αυτό που συνέβη στη συνέχεια με τον Αλέξανδρο, που δημιουργεί την οικουμένη, την ελληνιστική οικουμένη. Το Ανάκτορο των Αιγών, λοιπόν, αποτυπώνει αυτή την ιδέα ενός ηγεμόνα, ο οποίος δεν είναι πλέον κλειστός και εσωστρεφής. Είναι ο ηγεμόνας, ο οποίος επικοινωνεί με τον έξω χώρο και αυτό ακριβώς δηλώνει και το ίδιο το ανακτορικό συγκρότημα. Συγχρόνως δημιουργεί το πρότυπο του αρχετύπου, θα έλεγα, των δημοσίων οικοδομημάτων που θα χαρακτηρίσουν πια την ελληνιστική οικουμένη, δηλαδή τον κόσμο από τον Αλέξανδρο και μετά», τόνισε η Λ. Μενδώνη, η οποία αναφέρθηκε και στην αναπτυξιακή διάσταση του πολιτιστικού μας κεφαλαίου.
«Ένα μέρος της οικονομίας του πολιτισμού είναι ακριβώς η ανάδειξη και το άνοιγμα στο κοινό. Εγώ έχω χρησιμοποιήσει πριν από 25 χρόνια τον όρο κοινωνικοποίηση των μνημείων, την ένταξη δηλαδή των μνημείων μας στην καθημερινή ζωή. Πλέον ο κόσμος έχει ωριμάσει και νομίζω ότι και στην Ελλάδα τα πράγματα έχουνε αρκετά ωριμάσει, ώστε να υπάρχει η αποδοχή της αναπτυξιακής διάστασης του πολιτιστικού μας αποθέματος. Προφανώς αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία, και αυτός είναι και ο προορισμός του υπουργείου Πολιτισμού, σε έναν μεγάλο βαθμό, να προστατεύει, να συντηρεί, να διατηρεί για τις επόμενες γενιές. Άλλωστε αυτή είναι η βασική αρχή της αειφορίας. Να δώσουμε στις μελλοντικές γενιές τα πράγματα, τουλάχιστον έτσι όπως τα παραλάβαμε. Όμως, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει πλέον ότι γύρω από τα σημαντικά μας μνημεία, γύρω από ένα πολύ σημαντικό μουσείο, αναπτύσσονται εξωτερικές οικονομίες, άμεσα συνδεδεμένες με το πολιτιστικό απόθεμα, οι οποίες βοηθούν και ενδυναμώνουν την αναπτυξιακή διάσταση των τοπικών κοινωνιών. Το 2014 κάναμε μια μελέτη για να δούμε την αποτίμηση των έργων του πολιτισμού, την περίοδο της υλοποίησής τους και η μελέτη αυτή μας οδήγησε ότι η επένδυση ενός ευρώ στην προοπτική της πενταετίας επιστρέφει στην οικονομία ακόμα 3,44 ευρώ», σημείωσε η υπουργός. Πρόκειται για «σχεδόν το τετραπλάσιο», πρόσθεσε, πληροφορώντας πως «αυτή την προσέγγιση, τη μελέτη, την επαναλάβαμε το 2023. Ακόμα δεν έχουμε δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα που παραλάβαμε το Δεκέμβριο του ’23. Ωστόσο, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτή την κατάσταση και μάλιστα μας δίνει πιο ενισχυμένα στοιχεία σε ό,τι αφορά την τουριστική ανταγωνιστικότητα».