Άρθρο του Δρ. Παπαγιάννη Μεν. Ιωάννη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, Μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Θεσσαλονίκης και Μονάχου

 

Προ ολίγων ημερών δημοσιεύθηκε η υπ΄αριθ. 1/2023 Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία έδωσε οριστικά τέλος στο ζήτημα που είχε ανακύψει μετά την υπ΄αριθ. 822/2022 ΑΠ αναφορικά με την νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων για παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων και για πραγματοποίηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Μέσα σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα η Ολομέλεια του Ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας απεφάνθη πως τόσο οι εταιρείες στις οποίες έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων με βάση των ειδικότερο νόμο 4354/2015 όσο και αυτές στις οποίες η διαχείριση είχε ανατεθεί με βάση τον προγενέστερο 3156/2003, στον οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη, έχουν το νόμιμο δικαίωμα να δίνουν εντολή εκ μέρους και για λογαριασμό των funds για την πραγματοποίηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και να παρίστανται για λογαριασμό τους ενώπιον των δικαστηρίων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε ένα κύμα απογοήτευσης σε εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες.

Ωστόσο παρόλο που η αιτιολογία της απόφασης πράγματι δικαιολογεί την αγανάκτηση των πολιτών επί της ουσίας η απόφαση το μόνο που κάνει είναι να επισφραγίζει μία κατάσταση που ήδη προϋπήρχε. Οι Ε.Δ.Α.Π.Δ. ακόμα και πριν ανακύψει το θέμα της νομιμοποίησης τους ή μη εν τοις πράγμασι διενεργούσαν όλες τις απαραίτητες ενέργειες που οδηγούσαν στους πλειστηριασμούς της ιδιοκτησίας των πολιτών. Η επίμαχη απόφαση δεν προσδίδει κάποιο νέο δικαίωμα στις εταιρείες διαχείρισης και πολλώ δε μάλλον δεν αφαιρεί από τους οφειλέτες – δανειολήπτες τα ήδη υπάρχοντα μέτρα για την προστασία τους. Οι οφειλέτες έχουν ακόμη στην φαρέτρα τους μία ευρεία γκάμα εξωδικαστικών και δικαστικών όπλων με τα οποία μπορούν να αμυνθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά από τις επιθετικές ενέργειες των διαχειριστικών εταιρειών τα οποία σε τίποτα δεν έχουν αποδυναμωθεί από την ανωτέρω απόφαση. Παρακάτω δίνεται μία σύντομη ανάλυση των σημαντικότερων μέτρων προστασίας των οφειλετών όπως αυτά υφίστανται σήμερα:

Η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον φερόμενων οφειλετών ξεκινάει με την επίδοση δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, η οποία εκδίδεται από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης της τράπεζας ή της εισπρακτικής εταιρείας, με την οποία διατάσσεται να καταβληθεί ένα ορισμένο χρηματικό ποσό. Κατά της διαταγής πληρωμής δικαιούται κάθε φερόμενος οφειλέτης να καταθέσει ανακοπή μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες κατά την πρόβλεψη του νόμου ή αντίστοιχα έφεση κατά της δικαστικής απόφασης εντός 30 ημερών. Αν σε περίπτωση που η ανακοπή αυτή δεν ευδοκιμήσει και εφόσον δεν έχει γίνει αίτηση αναστολής εκτέλεσης όπως επίσης προβλέπει ο νόμος και προχωρήσει η διαδικασία του πλειστηριασμού τότε υπάρχει η δυνατότητα να γίνει ανακοπή κατά του προγράμματος πλειστηριασμού. Αυτή είναι μία ξεχωριστή ανακοπή με την οποία ο οφειλέτης αιτείται είτε να ακυρωθεί είτε να μεταρρυθμιστεί το ποσό της πρώτης προσφοράς επί της αξίας του προς πλειστηριασμό ακινήτου. Ακυρώνεται αρχικά ο πλειστηριασμός, με τη μείωση του ποσού με το οποίο βγαίνει αρχικά ο πλειστηριασμός και παράλληλα υπάρχει η διαδικασία της επαναρύθμισης η οποία αποτελεί μία εξωδικαστική ενέργεια που γίνεται με την τράπεζα είτε συνήθως με την εισπρακτική εταιρεία.

Τη δεδομένη χρονική στιγμή, λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που επικρατεί ιδιαίτερα στην αγορά ακινήτων, πάρα πολλοί πλειστηριασμοί αποβαίνουν άγονοι και εξ αυτού του λόγου υπάρχει η διάθεση, κάτι που βλέπουμε καθημερινά στην πράξη, να ρυθμίζονται πολλά δάνεια, είτε με τις τράπεζες είτε με τις λεγόμενες εισπρακτικές εταιρείες. Προϋπόθεση για να εκκινήσει η διαδικασία είναι να δοθεί μία εξουσιοδότηση στον πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος με τη σειρά του διαπραγματεύεται για λογαριασμό του πελάτη του με την τράπεζα ή την εισπρακτική εταιρεία. Πολλές φορές γίνονται περικοπές, τα λεγόμενα «κουρέματα» των ποσών, καθώς συνήθως υφίσταται ανατοκισμός των ποσών και παράτυπες ή και παράνομες χρεώσεις οι οποίες έχουν κριθεί από τον Άρειο Πάγο πως πρέπει να ακυρωθούν. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται μία ρύθμιση τόσο με «κούρεμα» του αρχικού κεφαλαίου όσο και των τόκων και ανατοκισμών.
Πιο αναλυτικά, για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης σημειώνουμε πως υπάγεται στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ο δανειολήπτης ζητάει να ανασταλεί η εκτέλεση μέχρι την εκδίκαση της ανακοπής. Η επιχειρηματολογία δε στο δικόγραφο της ανακοπής περιλαμβάνει είτε την προσπάθεια για ακύρωση ολόκληρου του ποσού της Διαταγής Πληρωμής είτε την μείωση του για πληθώρα νομικών και πραγματικών λόγων. Αν έχει εκδοθεί πρόγραμμα πλειστηριασμού, μπορεί να γίνει ανακοπή κατά του προγράμματος αυτού για ακύρωση ή αναβολή του προγράμματος. Υπάρχει επίσης ακόμα ένα ένδικο βοήθημα, για την απευκταία περίπτωση που έχει διενεργηθεί ο πλειστηριασμός, με το οποίο ο οφειλέτης στρέφεται με ανακοπή κατά του πλειστηριασμού που έχει συντελεστεί για να τον ακυρώσει και να τον καταστήσει ουσιαστικά αναστρέψιμο. Μέσω ειδικά ορισμένης στο νόμο προθεσμίας δύναται αυτός ο οποίος έχασε το ακίνητο του να ανακόψει, με αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, τον πλειστηριασμό για κάποιον από τους προβλεπόμενος στο νόμο λόγους και να επιτύχει την ακύρωση του διενεργηθέντος πλειστηριασμού. Οι λόγοι δε τους οποίους μπορεί να προβάλει ο οφειλέτης με την ανακοπή αυτή συνήθως άπτονται δικονομικών ατασθαλιών, τυπικών και ουσιαστικών, κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης. Δεν σχετίζονται δηλαδή τόσο με το αμιγώς οικονομικό κομμάτι όσο με την πιστή εφαρμογή της νόμιμης διαδικασίας όπως π.χ. η σύννομη επίδοση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλειστηριασμού, η ακριβής περιγραφή σε αυτήν του προς πλειστηριασμό ακινήτου και μία πληθώρα άλλων διατυπώσεων που προβλέπονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Βέβαια είναι προτιμότερο ο οφειλέτης να έχει προνοήσει να μη έχει φτάσει η διαδικασία σε αυτό το στάδιο αλλά να έχει προλάβει να ρυθμίσει τις οφειλές του μέσω της διαδικασίας της εξωδικαστικής διαπραγμάτευσης.

Όσον αφορά την χρονική διάρκεια των ανωτέρω ενεργειών, αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γραμματεία κάθε δικαστηρίου και το περιθώριο που αυτό έχει για τον προσδιορισμό και την εκδίκαση των υποθέσεων. Ορισμένα Πρωτοδικεία έχουν την δυνατότητα για γρήγορη εκδίκαση των υποθέσεων ενώ κάποια άλλα, ιδίως δε αυτά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εκδικάζουν τις ανακοπές μετά από χρόνια. Για το λόγο αυτό εξάλλου προβλέφθηκε η διαδικασία της αίτησης αναστολής εκτέλεσης η οποία, υπαγόμενη στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκδικάζεται μέσα σε λίγες εβδομάδες ή μήνες. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί και να γίνει αντιληπτό από τους οφειλέτες πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι οφειλές εξακολουθούν να τοκίζονται.
Καίρια σημασία έχει παράλληλα με τα ένδικα βοηθήματα και μέσα να λάβει χώρα η διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Σε περίπτωση δηλαδή που κατατεθεί η αίτηση αναστολής εκτέλεσης και αυτή ευδοκιμήσει με αποτέλεσμα την αναστολή της διενέργειας του πλειστηριασμού, δεν συνεπάγεται το τέλος των ενεργειών από πλευράς του οφειλέτη. Πρέπει ο οφειλέτης να εισέλθει σε μία διαδικασία διαπραγματεύσεων, όπως τονίστηκε ανωτέρω, με την τράπεζα ούτως ώστε εξωδικαστικά να διευθετήσει την οφειλή του μέσω της υπογραφής συμφωνίας ρύθμισης και αποπληρωμής των οφειλών του. Τονιστέον ωστόσο πως πέρα από τα ήδη προβλεπόμενα μέτρα προστασίας των δανειοληπτών είναι καθήκον του νομοθέτη και της Πολιτείας να επιληφθεί του ζητήματος με φιλικότερα προς τους οφειλέτες μέτρα, καθώς το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και των κόκκινων δανείων ταλανίζει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, έχει δε δυστυχώς ενταθεί μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου. Μόνο με άμεση και καίρια νομοθετική παρέμβαση, με μία νέα «σεισάχθεια», μπορεί να επιλυθεί μόνιμα και αποτελεσματικά το πρόβλημα των χρεών των νοικοκυριών και να τεθεί η κοινωνία εκ νέου σε τροχιά ανάπτυξης.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version