Ο Μιχάλης Γεμελιάρης από την Πάρο γεννημένος στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ήταν εργοδηγός στα μεταλλεία Λαυρίου. Επιστρατεύθηκε σε ηλικία μάλλον άνω των 30 ετών και ακολούθησε την ελληνική Στρατιά τον Οκτώβριο του 1912. Από τη Θεσσαλονίκη έστειλε μία αχρονολόγητη επιστολή (πιθανόν στις αρχές Νοεμβρίου 1912) στη σύζυγό του Χρυσούλα, στην οποία με ποιητική και σκωπτική διάθεση εξιστόρησε (μεταξύ πολλών άλλων) τη διαμονή του στη Βέροια και στο Γιδά. Στη σελίδα 1 έγραψε:

«Εν Θεσσαλονίκη στας οκτώ άρχισα να σου γράψω
έως τώρα τί τραβήξαμε και έπειτα να πάψω.
Και έως εδώ που βρίσκομαι για να σου πω πώς ήλθα
και σ’ όλο το ταξίδι μου τα μάτια μου τι είδαν […]».
Στη συνέχεια περιγράφει την αναχώρησή από την Αθήνα και την άφιξή του σιδηροδρομικά στη Λάρισα. Από εκεί «[…] πηγαίναμε γυρεύοντας τον Τούρκο για να βρούμε […]» μιλάει για την πορεία του προς τον Τύρναβο, την «Αλασόνα», το χάνι Χατζηγώγου, τα Σέρβια, την Κοζάνη και το χάνι Χατζή. Συνέχισε γράφοντας στη σελίδα 2:
«[…] Βαδίζαμε με τον σκοπό στα Βέργια να πάμε
και όταν φθάσομε εκεί να κάτσομε να φάμε.
Αφού λοιπόν εφθάσαμε και εις αυτή την πόλη
μας έδωσαν και εφάγαμε ψωμί κι ελίτσες όλοι.
Και έπειτα επήγα[με] κατάλυμα να βρούμε
να κοιμηθούμε εις αυτό για να ξεκουραστούμε.
Εκοιμηθήκαμε λοιπόν μέσα στο φρουρ[αρχε]ίο
κτυπάγανε τα δόντια μας όλα από το κρύο.
Την άλλη μέρα είχαμε σ— —ακη μας
ε— και εφάγαμε αποψ—.
Μείναμε λοιπόν και αυτού μονάχα τρείς ημέρες
και από το κρύο το πολύ φορέσαμε όλοι χλαίνες.
Τετάρτη εκινήσαμε εις το Γιδά να πάμε
τί ώρα ήταν που εφθάσαμε καθόλου δεν θυμάμαι.
Εις το Γιδά εβρήκαμε αρνιά χωρίς αφέντη
εκεί ήτον που γινότανε καθημερνώς το γλέντι.
Έστησα το αντίσκηνο μέσα δια να μείνω
γιατί σπίτια δεν υπήρχανε εις το χωριό εκείνο.
Αφ’ ότου επήγαμε εκεί δεν έπαψε να βρέχει
και η σκηνή μου άρχισε πλέον δια να τρέχει.
Την λάσπη όπου είδανε τα μάτια μου εδώ πέρα
τα μάτια μου δεν την είδανε σ’ όλη την ατμοσφαίρα.
Εννέα μέρες μείναμε εις του Γιδά τα μέρη
και από τα ζόρια τα πολλά φαινόμαστε σαν γέροι.
Απ’ το Γιδά εφύγαμε να πάμε εις το Βαρδάρι
και από την πορεία την πολή μου πόνεσε το ποδάρι.
Στο κάρο απάνω ανέβηκα για να το ξεκουράσω
το πόδι μου με πόναγε ίσως και ησυχάσω.
Εκεί όμως που πηγαίναμε βρίσκουμε δέκα χοίροι
και έως καταπάνω τους αρχίσαμε το πύρι.
Ο ανθυπολοχαγός διέταξε να μη τους τουφεκίσουν
στη γέφυρα τους έβαλαν να τους αιχμαλωτίσουν.
Όλα λοιπόν αιχμάλωτα πιαστήκαν τα καυμένα
και από τα δέκα έφυγε μικράκι μόνον ένα».

Η αχρονολόγητη επιστολή του Μιχ. Γεμελιάρη δεν μας βοηθάει να εντοπίσουμε τον ακριβή χρόνο που αυτός ήταν στη Βέροια και στο Γιδά. Προς αυτή την κατεύθυνση παραθέτω τις παρακάτω σκέψεις μου:
Η Βέροια απελευθερώθηκε την Τρίτη 16.10.1912. Το πρωί της Πέμπτης 18.10.1912 η VII Μεραρχία (ερχόμενη από την Πιερία) εισήλθε στο Γιδά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας [σύμφωνα με ανταποκριτή της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ (βλ. δημοσίευμα της 1.11.1912)] ο βασιλιάς Γεώργιος έφτασε στη Βέροια με τον πρίγκιπα Γεώργιο. Στις 19-20.10.1912 διεξήχθη η μάχη των Γιαννιτσών.

H μονάδα του επιστολογράφου φαίνεται πως έφτασε την Κυριακή 21.10.1912 στη Βέροια, όπου έμεινε τρείς ημέρες. Την Τρίτη 23.10.1912 ο βασιλιάς επισκέφθηκε τραυματίες της μάχης των Γιαννιτσών που προφανώς τους είχαν μεταφέρει στη Βέροια για νοσηλεία.

Ο επιστολογράφος έγραψε ότι αναχώρησε ημέρα Τετάρτη (24 Οκτωβρίου 1912) από τη Βέροια κι έφτασε αργότερα στο Γιδά. Επίσης στις 24.10.1912 ο Γεώργιος Α΄ μετέβηκε σιδηροδρομικά στο Γιδά, αλλά επέστρεψε το απόγευμα στη Βέροια. Στις 25.10.1912 αναχώρησε οριστικά ο βασιλιάς από τη Βέροια κατευθυνόμενος προς Γιδά (βλ. ΠΑΤΡΙΣ ό.π.). Εγκαταστάθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Γιδά-Καψόχωρας (που απείχε αρκετά και από τους δύο οικισμούς), όπου υπήρχε τηλεγραφείο που συνδέθηκε με την Αθήνα και τις ημέρες εκείνες ήταν ο ακραίος ελληνικός τηλεγραφικός σταθμός. Μαζί του ήρθαν και επιτελείς της Στρατιάς, που αποτελούνταν -κατά την μαρτυρία αυτοπτών κατοίκων- από τους Β. Δούσμανη (αντισυνταγματάρχη), Καλλίστη, Ιωάννη Μεταξά (λοχαγό) κ.ά. Ο επιστολογράφος εξιστορεί ότι κατασκήνωσε σε μέρος που δεν είχε σπίτια [ίσως γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό (;)]. Τα «αρνιά χωρίς αφέντη» πιθανόν να ήταν τα κοπάδια του μπέη του Γιδά, που επιτάχθηκαν από τον στρατό για την τροφοδοσία του.

Tο πρωί της Δευτέρας 29.10.1912 ο βασιλιάς Γεώργιος επιβιβάσθηκε σε αμαξοστοιχία, που τον μετέφερε από το Γιδά στη Θεσσαλονίκη. Ο παριανός στρατιώτης πιθανόν την 1.11.1912 (μετά εννέα ημέρες διαμονής στο Γιδά) αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη. Η πορεία που διέγραψε δημιουργεί σκέψεις ότι πιθανόν να υπηρετούσε σε μονάδα οπισθοφυλακής της Στρατιάς ή φρουράς του βασιλιά Γεώργιου Α΄.

Ευχαριστώ θερμά τον δημοσιογράφο – ερευνητή Μάκη Εξαρχόπουλο, που μου εμπιστεύθηκε από το αρχείο του ψηφιακά αντίγραφα δύο σελίδων της πρωτότυπης επιστολής του Μιχάλη Γεμελιάρη, αντίγραφα της τρισέλιδης μεταγραφής τους από τον δωρητή καθώς και οικογενειακές φωτογραφίες του επιστολογράφου. Το δημοσιευόμενο απόσπασμα της επιστολής προσθέτει νέα στοιχεία στο χρονικό της απελευθέρωσης, οπότε το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό για την τοπική μας ιστορία.-
Φωτ.1 Κατασκήνωση στρατιωτών
Φωτ.2 Το ζεύγος Γεμελιάρη

Αλεξάνδρεια, 15.10.2024 ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ mosio@otenet.gr

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version