λ

 Φλώρα Καραγιάννη

Είμαι πολύ συγκινημένη και χαρούμενη που είμαστε σήμερα εδώ, στη Θεσσαλονίκη, τόσοι Βεροιείς, να μιλήσουμε για ανθρώπους της πόλης μας που άφησαν χαραγμένη την σφραγίδα τους όχι απαραίτητα σε αυτό που κανείς θα ονόμαζε «μεγάλα έργα, μεγάλα οράματα, μεγάλες θέσεις (κοινωνικές, επαγγελματικές, πολιτικές, πολιτειακές, κτλ.), μεγάλους χώρους, αλλά για ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους,  που συνδέθηκαν με τα προσωπικά βιώματα του καθενός μας.

Αυτή ακριβώς είναι και η πρωτοτυπία του βιβλίου αυτού που αποτελεί μια προσωπογραφία της Βέροιας. Στις σελίδες του βρίσκει κανείς κείμενα αφιερωμένα σε σπουδαίους ανθρώπους, μορφωμένους, δασκάλους, αρχιτέκτονες, γιατρούς, οικονομολόγους, καθηγητές Πανεπιστημίου, νομπελίστες, αλλά και κείμενα αφιερωμένα σε χαμάληδες, μπακάληδες, παγωτατζήδες, φουρνάρηδες κτλ. Διαβάζει κανείς για καλλιτέχνες, μουσικούς και ζωγράφους αλλά και για μοντέλα και απλές νοικοκυρές.

Προσωπικά μιλώντας, όταν πριν από περίπου 3 χρόνια, μέσα στον κορωνοιό, με πήρε τηλ. ο Γιάννης και μου είπε να συμμετάσχω κι εγώ σε αυτήν την έκδοση, τότε, βρέθηκα αντιμέτωπη με το παρελθόν και το παρόν μου, και άρχισα να προσπαθώ να ανακαλέσω μνήμες και ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, άγγιξαν κάτι από την ψυχή μου.

Οφείλω να καταθέσω εδώ ότι από την ηλικία των 18 ετών που πέρασα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και σπούδασα Αρχαιολόγος μέχρι σήμερα, αυτό που με γοήτευε και με γοητεύει ακόμη ήταν το να αναζητώ το υλικό αποτύπωμα κάθε ανθρώπου πέρασε ή έζησε σε αυτήν τη γη μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν.

Σε όλες τις ανασκαφές που συμμετέχουμε, πάντα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ό,τι έχει απομείνει από το ανθρώπινο σώμα (σκελετικό υλικό) καθώς και με ό,τι σχετίζεται με τα δημιουργήματα του ανθρώπου (κτερίσματα, είτε χωρικά στοιχεία).

Τους χώρους που έζησε, τους δρόμους που περπάτησε, τις εκκλησίες που έχτισε, τις εικόνες ή τις τοιχογραφίες που ζωγράφισε, τα ρούχα που φόραγε, τα κοσμήματα που κατασκεύαζε, τα νομίσματα που χρησιμοποιούσε στις συναλλαγές του, και με όλες αυτά που συνιστούν την ανθρώπινη υλική δημιουργία.

Αυτό όμως που ΔΕΝ μου προσφέρει η επιστήμη μου, η αρχαιολογία, την οποία με πολλή αγάπη υπηρετώ από το 1995, ήρθε να μου το προσφέρει αυτή η έκδοση. Επειδή ακριβώς αυτή η έκδοση δεν εστιάζει σε όσα όλοι οι άνθρωποι που αναγράφονται μέσα σε αυτή δημιούργησαν, τις επιχειρήσεις τους, τα κτήματά τους, τα καταστήματά τους, τις οικίες τους, τα….τα..τα…, αλλά σε στιγμές της καθημερινής τους ζωής και σε στοιχεία του χαρακτήρα τους, αναδεικνύει τη μοναδικότητα του καθενός.

Την αύρα του καθενός.

Το αποτύπωμα του καθενός στο επίπεδο της γειτονιάς, του δρόμου, της ενορίας, της πόλης ολόκληρης.

Θυμάμαι τώρα τον στίχο του μεγάλου Βασίλη Βασιλικού, στο ποίημά του: «Το τελευταίο αντίο» που το μελοποίησε ο Διονύσης Τσακνής και απήγγειλε καταπληκτικά ο Γιώργος Κιμούλης:

«Σ’ αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας από την γη, καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μια πνοή κι όλα μετά τα σβήνει..»

Αυτήν λοιπόν την πνοή των ανθρώπων της πόλης μας, ήρθε αυτή η έκδοση να την κρατήσει ζωντανή, να μην τη σβήσει αλλά να την αφήσει στην αιωνιότητα, εκεί όπου πέρασε το σώμα κάποιων, πολλών συμπολιτών μας που αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο.

Σκέφτομαι ότι εάν όλοι αυτοί για τους οποίους 40 άνθρωποι έγραψαν, ήταν θαμμένοι σε ένα μέρος και κάποιος αρχαιολόγος μετά από 100, 200, 1000 χρόνια έκανε ανασκαφές, το μόνο που θα τους διαφοροποιούσε θα ήταν ίσως το μέγεθος του σκελετού τους.

Σε αντίθεση λοιπόν προς ότι προσφέρει ή διασώζει ως μνήμη, το υλικό αποτύπωμα του ανθρώπου, αυτή η έκδοση που αποτελεί μια ως επί το πλείστον πνευματική παρακαταθήκη, έρχεται να αναδείξει τη μοναδικότητα του καθενός και το αποτύπωμα τους καθενός ως προσωπικότητα ενταγμένη μέσα στον κόσμο, τον μικρόκοσμο, ή τον μεγάλο κόσμο.

Από Την άλλη, το βιβλίο βρίθει τοπογραφικών αναφορών για σημεία της πόλης, για εκκλησίες, για καταστήματα (ρεβανί Χοχλιούρου), έργα τέχνης (Μέδουσα Αρχαιολογικού Μουσείου), για κέντρα διασκέδασης (Φλαμουριές) που όλοι μας, μεγαλώσαμε με αυτά.

Επικαλούμενη και πάλι την αρχαιολογική μου ιδιότητα θα πω το εξής: Εάν υπήρχαν παρόμοια βιβλία για τους ανθρώπους των πόλεων, με τόσες αναφορές σε τοπόσημα της Βέροιας, από την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία, η ζωή μας θα ήταν πολύ πιο εύκολη καθώς θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε πολύ ευκολότερα και λιγότερο αποσπασματικά, τόσο την τοπογραφία, όσο και την κατάσταση των ίδιων των μνημείων.

Υπό αυτήν την έννοια, εκ μέρους όλων των μελλοντικών συναδέλφων μου, ευχαριστούμε τον Γιάννη και τη Μαίρη για την πρωτοβουλία τους, η οποία μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις: κοινωνική, πολιτική, λαογραφική, δημοσιογραφική, ακόμη και ιστορική/ αρχαιολογική.

Επίσης, θα ήθελα να πω κάτι και για τους συγγραφείς του βιβλίου, οι οποίοι δεν είναι συγγραφείς. Ή τουλάχιστον, δεν είναι συνηθισμένοι «συγγραφείς». Είναι, Είμαστε, καθημερινοί άνθρωποι της Βέροιας, που πολύ αυθόρμητα, πολύ απλά, χωρίς λογοτεχνικές επιδιώξεις, χωρίς καμία φιλοδοξία, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αποφασίσαμε να γράψουμε για ανθρώπους της πόλης, χωρίς όρια, όρους και προδιαγραφές και κανόνες.

Το μεγαλύτερο λοιπόν επίτευγμα αυτού του βιβλίου είναι το γεγονός ότι σε μια εποχή σχεδόν ανθρωποφαγίας, τολμώ να πω, σε μια εποχή με πολλή μιζέρια, μαζεύτηκε μια παρέα να μιλήσει για ωραίους ανθρώπους της πόλης μας. Η οδηγία ήταν Μία: Γράψτε ό,τι θέλετε, για όποιον θέλετε. Τώρα, το ότι μέσα στις 366 σελίδες του βιβλίου, βρεθήκαμε 40 άνθρωποι να γράψουμε, να βγάλουμε από μέσα μας μόνο ωραίες, θετικές θύμησες και αναμνήσεις, αυτό από μόνο του καθιστά αυτό το βιβλίο μια υπέροχη, γλυκιά πρωτοβουλία που αναδεικνύει ότι όλοι μας, όλοι μας, έχουμε ανάγκη από τέτοιες θετικές ενέργειες που ενώνουν, αντί να χωρίζουν ανθρώπους.

Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τους ανθρώπους και τους τόπους που αναγράφονται μέσα στο βιβλίο: Αντ’ αυτού, θα κλείσω με αυτό που ήδη έχω γράψει:

«Πόσες πνοές ανθρώπων που άφησαν το στίγμα τους στις γειτονιές της Βέροιας δεν γεμίζουν τον ουρανό της πόλης μας;

Αν η μνήμη τους συνοδεύει τη ζωή του καθενός μας στο πλαίσιο των προσωπικών βιωμάτων μας, το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί μια μοναδική πρωτοβουλία να αποτυπωθεί η μνήμη, να διαμοιραστεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους παραλήπτες και κυρίως να περάσει στις επόμενες γενεές.

Ας είναι αυτό το βιβλίο, θυμίαμα στη μνήμη όσων πέρασαν από τις ζωές μας, και τιμή σε όσους σημαδεύουν τη ζωή μας, συνειδητά ή ασυνείδητα

Επιτρέψτε μου να πω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Θωμάς Λιόλιος, ο αγαπημένος μου Θωμάς, ενεργό μέλος αυτής της Βεροιώτικης παρέας που εμπνεύστηκε και έγραψε σε αυτό το βιβλίο. Χαίρομαι που έγραψα σε αυτό το βιβλίο για τον Θωμά όσο ζούσε. Αν σήμερα, μόλις 24 μέρες μετά τον θάνατό του, την κοίμησή του, όπως λέμε ως Χριστιανοί, καλούμουν να έγραφα γι’ αυτόν, θα πρόσθετα μόνο ότι Πολλοί άνθρωποι, του οφείλουμε τόσα πολλά…Για όλα αυτά που ήταν, για όλα αυτά που μας δίδαξε με το ήθος και την απόλυτα θετική και δημιουργική στάση του για τη ζωή! Ας χαίρεται τώρα από τους ουρανούς, καθώς το πέρασμά του από αυτή την ζωή, έγινε μνήμη που αποτυπώθηκε στις ψυχές όλων όσων τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε και καταγράφηκε και αυτή στο βιβλίο Μνήμης της Βέροιας.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version