Γράφει ο Γιώργος Αλαμπουρνός: 

Έρχουντη τα Χριστούγνα κι δε φένητη τήπουτα, πάη ηκήν η  ουμουρφιά, όπους στα χρόνια τα δικά μας, και σας αφηγηθώ της μέρης αφτές τσάγιης πως τσπιριμέναμη.

Κάθη νηκουκίρς θα έσφαζη του γρουν κι κάθη μέρα σχηδόν γήνταν γρουνουχαρές.

Ημής τα πηδία μαζηβόμασταν για να φκιάς ηκαθένας τπαρέατ για τα κόλιντα. Όπως όλ κι γώ έφκιανα τπαρέατ, ημής ήμασταν τρεις, ηγώ, η Θουμάς η Ράκας κι η Τάκης τΠηρήφαν.

Μαζηβόμασταν κάθη μέρα κι ηληγάμη του τραγούδ για να του μάθουμη καλά, για να μη μας κουρουιδέβν. Έφκιανάμη ματσούκης για τα σκλιά για να μη μας δαγκώσν, αγοράζαμη φακούς κι μπαταρία κηνούρια για να βλιέπουμη στου δρόμου, κι αφού τα ητημάζαμη όλα αυτά πηρίμηνάμη μη αγουνία πότη θήρθη η βραδιά για να πάμη στα κόλιντα.

Όταν έρχουνταν η βραδιά δε μας έπχιανξ ύπνους, πότη θα λαλήσν τα πρώτα πητνάρια για να σκουθούμη κι να πάμη στα κόλιντα.

Η μάναμ απού βραδής μας ήληγη: κημθήτη πηδία, ηγώ μόλης θα λαλήσν θα λαλήσν τα πρώτα πητνάρια θα σκουθώ γιατί κι ηγώ έχου δλιές να κάνου κι θα σας κηπνήσου.

Σκουνόμασταν λαλούση η πρώτους η πετνούς, η μαναμ στου πουδάρ σκόνταν άναβη του τζιάκ κι μας φώναξη: άντη πηδίαμ σκουθήτη.

Σκουνόμασταν ημής νηβόμασταν κι ητημαζόμασταν για να πάμη στα κόληντα. Η μαναμ έβραζη του γάλα κι μας έβαζη απού μνια κάφκα γάλα να πχιούμη να ήμαστη ζηστή.

Αδού πήγαμη του γάλα, μας ήληγη: άντη τώρα πήτη του τραγούδ, πρώτα ηδώ, κύστηρα στ’ άλλα σπίτχια. Ήληγάμη του τραγουδ πρώτα στου σπίτ του θκό μας να τακούς κι η μάναμ αν του λιέμη καλά, μας έδουνη ότι ήχη κι όταν τηλήουση του τραγούδ μας ήπη: του τραγούδ καλά του ήπετη, τώρα θα γυρίστη στα σπίτχια κι αν δεν σας ανοίξη κανένας φέτους, δεν πηράζ θα σας ανοίξ του χρόν.

Βγήκαμη στου δρόμου, φουνάζουντας: κόλιντα Μπάμπου κόλιντα κι ση μισή ώρα όλου του χουριό βουήζη απού πηδικές φουνές να φουνάζν: κόλιντα Μπάμπου, κόλιντα.

Άλλης παρέης τραγδούσαν στα σπίτχια, κι μη΄τα απού λήγου, έφηξη όλου του χουριό, γιατί οι κηνουκηρές όλης, ήχανγκιάς πήτης κι σαραλιά για να ψήσν.

Άναβαν τσγούρν κι η βραδιά ηκήν ήταν τόσου ζηστή κι χαρούμην που δεν ήθηλης να φεξ  καμνιά φουρά. Αφού πήγαμη ση πουλά σπίτχια, πήγαμη κι στου σπίτ τμπάρμπα Νηκουλάκ τΣαράτ. Πάντα γηλαστός, χαρούμηνους, φιλόξηνους κι καλαμπουρτζής.

Μόλης μας ήδη μας άνηξη τπόρτα να μπούμη μέσα. Αφτός ήχη ανάψ του τζάκ μη βρέζ κι είχη καπνό μέσα, δεν φένταν τήπουτα, μας λιέη.

Κάτσητη πηδιά κι ελάτη ηδώ στου τζάκ να ζησταθήτη κι δεν γήνταν να αρνηθής.

Κι αφού εκάτσαμη μας λιέη: Αη τώρα πήτη του τραγούδ κι μης αρχινάμη: Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα αφέντη, Χριστίς γηνιέτη σήμηρα στη Βηθλεέμ την μπόλη, γηνιέτη κι λατρήβητι μη μέλι κι μη γάλα ,του μελ του τρων οι άρχουντης, του γάλα δησπουτάδης κι τάλα τα κατώτηρα τα τρων οι αφηκντάδης, σιαφτό του σπίτ πούρθαμη πέτρα να μη ραγής κι η νηκουκήρς του σπιτχιού χίλια χρούνια να ζής.

Η μπάρμπας η Νηκουλάκς μας έδουση, ημένα κι τουν Τάκη, απού ένα κάστανου, ένα ξυλουκέρατου κι απού μνια κουκόσια.

Τουν  Θουμά τουν έδουση ότη έδουση ημάς κι ένα σύκου παραπάν γιατί ήχη καλή φουνή κι φώναζη παραπάν, κι του ήληγη καλύτηρα του τραγούδ απ’ τημάς.

Βγέντας  όξου η Θουμάς του ήδη κι μηγάλου του σύκου ήθηλη να του φάη κι άρχηντση κρυφά να δαγκόν του σύκου. Αφτό όμους δεν κόβνταν. Του δάγκουνη του ξαναδάγκουνη τήπουτα.

Τότη λιέη η Θουμάς για φάξτη λήγου μη του άκο να δούμη τη λουγιό είνη αφτό του σύκου; Όταν εφηξάμη μη του φακό τη να δούμη, δεν ήταν σύκου ήταν η σουρλάς απ’ του φρούν ( η μύτ του γουρουνιού).

Κι μης ύστηρα τον πηράζαμη. Όπχιους έχ καλή φουνή πέρν κι ρηγάλου. Κι τηλιώντας τα σπίτχια ξημέρουνη κιόλας κι τηλιφτέα μητρούσαμη πόσης κουκόσης (καρύδια) μάζηβη η κα΄θενας κι έτς πηρνούσαντα  Χριστούγηνα κι πηρημέναμη νάρθη η παραμουνή του Αγιου Βασιλείου, να πάμη στα σούρβα.

Κύστηρα πηρημέναμη τα Φώτα κι τηλήουναν κι η γιουρτές. Τα χρόνια άλλαξαν τώρα τα γιουρτάζουμη αλλιώς, χουρίς πηδκές φουνές στου δρόμου, χουρίς κανιένας φούρνους ναναβη, χουρίς σαραλή, χουρίς μπακλαβά και χουρίς καρύδια, κάστανα, σύκα.

Δε μπηράζ όμουςας γιουρτάσουμη κι μης όπους γιουρτάζ όλους  η κόσμους.

Κι γω σας εύχουμη να είνη χαρούμηνης οι γιουρτές, γιουμάτα τα τραπέζια κι η κηνούργιους χρόνους να δώς ση όλουν τουν ντουνιά Υγεία, Αγάπη κι Ειρήνη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version