Γράφει ο Γιώργος Αλμαπουρνός

Ο Αργύρς 2 μέτρα ντηρέκ, κι όμορφους πουλή. Οι γνιέκης όταν τουν έβληπαν λιανουκατρούταν. Ποιά δεν θα ήθελε να κυμθεί μη τουν Αργύρ! όπως όλες οι γνιέκης τον ποθούσαν, τον πουθούσε κι η κουμπάρατ. Μα κι κουμπάρατ δεν έπηφτη παρακάτ. Σκετ Λαφήνα ήταν. Κι αφού τουν λιμπίζταν κι η κουμπάρατ προυπαθούση να τα καταφέρ να βρειθούν οι δυότς.

Μια μέρα που πηρνούσε απ’του δρόμου η Αργύρς, βγήκη η κουμπάρα όξω και μη λαχτάρα του φώναξε:
– Κουμπάρε, έ κουμπάρε, έλα να πχιούμη έναν καφέ. τόσο κηρό έχς να’ρθείς.

Κι κουμπάρους να μη τ’χαλάς του χατήρ, γύρση κι πάη στ’κουμπάρα. Η κουμπάρα δεν ήξηρη τί να τουν κάν, κι όλου τουν τριγυρνούσ. Κι έτς κούμπάρε, κι άλλιώς κουμπάρε… του έκανη κι του καφέ, κι έκατση απέναντι, κι τουν κοίταζη μες στα μάτια αχόρταγα… Μα η κουμπάρους έκανη πως δεν καταλάβινη, αλλά απού μέσατ ήληγη «πίσου σ’έχου Σατανά».

Ήπχιαν του καφέ κι λιέει η κουμπάρους. «Τώρα κουμπάρα του χατήρ στό κανα, ήπχιαμη του καφέ, να πάω να κάνου κι καμιά δλιά».

Έφυγη η κουμπάρους κι η κουμάρα άλλα πηρήμινη αλλά δεν έγινη τίπουτα. Πέραση λίγους κηρός, κι η κουμπάρους ξαναπέραση. Η κουμπάρα μόλις τουν είδη τα΄ιδια πάλι. «έλα κουμπάρε θα πχιούμι κι καφέ, θα φάμη κι γλυκό κι θα ζπουρίσουμι, κι έχουμι πουλά να πούμη. υρση η κουμπάρους, κι η κουμπάρα τηλαμέν απ’τχαράτς τα κάνη όλα. Καφέ, γλυκό κι αρχίντση να τουν τριουρνά κι τουν διορθούνη μπρουστά τσ γιακάδης απ του σακάκ. Μα τα μάτια δεν τ’άπηρνη απ’ταμ άτια του κουμπάρου κι τα χείλια λαχταρούση να τα κουλής στα χείλια του κουμπάρουτς. Η κουμπάρους δεν άντηξη, τναρπάζ αγκαλιά ι ίσια στου κρηβάτ τό φκιασαν του χουρμέτ. Όταν τηλήουσαν έκατσαν ήπχιαν του καφέ, έφαγαν κι γλυκό κι αρχήντσαν τα ζπουρίζουν.

Κι κουμπάρα λιέη: – Κουμπάρε πώς τσκαραλαβέντς τσ’γνέκης όταν θέλουν;
Σκέφτητη λίγου η κουμπάρους κι λιέη: -Τς καταλαβαίνου μη τμυρουδιά.
-Μη τμυρουδιά; λιέη η κουμπάρα.
– Νιέ μη τ’μυρουδιά.
– Μα ηγώ τπρώτ φουρά που ήρθης, κι τότε ήθειλα. Κι συ δεν μη κατάλαβης.
-Δε ση κατάλαβα κουμπάρα γιατί ήμαν συναχουμένους.
– Μα είπα κι ηγώ.. τόσα που σέκανα να μη καταλάβς… Του βιράνκου του σνάχ τί ση φκιάν…
Κι κοιτάζτας στα μάτια του κουμπάρου του λιέει.
– Κουμπάρε να προυσέχς να μη σηναχουθής ξανά. Κι να μην αργείς, να πηρνάς να πίνουμη καφέντάϊμα.

Κι γω απ τη μεργιά μ λιέου: «Ας προσέχουμη ειμής οι άντρης να μη μας πχιαν του σνάχ, γιατί οι καϊμένης οι γνιέκης δε θέλουν άντρες συναχουμένους.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version