Τα βιράνκα τα χρόνια πηρνούν σαν νηρό, κι δε τα καταλαβέντς. Μαζόνταν οι παπούδης στου καφηνίου, κι πιέζντας τα κουμπουλόγια, ήληγαν ιστουρίτης κι μασλάτια για να πηρνούν τνώρα.

Κι ήληγαν για τα χρόνια τα καλά που πέρασαν τόσου γλήγουρα κι, δε κατάλαβαν πώς πέρασαν, κι αφηγούνταν.

Κι πήραζει η ένα τουν άλλουν. Η Νικόλας που ήταν και λίγου πηραχτήρ όλου σουκλούση, κι αρχηνούση να τσπηράζ.

Απουστόλ τη λιες τώρα να ‘μασταν25 χρουνών; Ήληγη η Απουστόλτς, τώρα που γήνκη η θάλασσα γιαούρτ, ημείς χάλασαν τα κουτάλια μας. Πητάζταν η Θουμάς, τώρα, φάτη μάτια ψάρια, ετς, είνη η ζουή ήληγη η Τζιώλας.

Μνια δρουσιά ήμηστη, η ζουή, τα νιάτα, κι τα ληφτά, όλα είνη μνια δρουσιά, μόνου όταν φεβγ η άνθρουπους να αφήν κάτ καλό πήσου, κι οχ να τουν βρίζν, κι όσου γι ατάλα ίταν είμαστη νιέη, ολ ήμασταν σαν τα ταβριά, που δεν ήχαν σταματημό, τώρα θα πίνουμη τα καφιδάκια μας, θα πήνουμη κανένα σύζου , κι αν ηγχαριστούμε του Θηό που έχουμη τσγριές κι δεν ήμαστη μουναχή όπους βλιέπουμη μηρηκούς, κι τσκώβιτη η καρδιάμμ κι λιέου πάντα, η Θηός να παρ πρώτα ημένα, κίστηρα τμπάμπουμ

Κι πότη αστία, κι πότη σουβαρά, πηρνούσαν τνώρα κι πάιναν στα σπίτχιατς.

Τνάλ τμέρα πάλη αντάμουναν μη τα πηράγματα κι τα καλαμπούρια. Μα η Νικουλάκς δεν τσάφηνη ση χλουρό κλαρί όλου τσπήραζη.

Τα ήθηλαν κι αφτή, κι γιαφτό έφκιαναν κι παρέα, κι αφού μαζόνταν όλ, η Νικουλάκς, ήληγη απόψη θα πχιούμη ούζου, θα κανούμη κεφ, θα μπούμη στα μηράκια, θα πάμη σπίτ, κυφάτ, κι δε ξέρς καμνιά φουρά μπουρή να φκιάσουμη κι τίπουτα. Ιά δε θα φκιάσουμη, μόλης θα πάμη, κι βρουμήσουμη ούζου, θα ση πη η Παναίου πάλη ούζου ήπχης παλιόσκλου; Θα ση γυρής τουν γκόλου, κι ση του ίδιου, κι ούτη καληνύχτα θα ση πη, ούτη καλό ξημέρουμα.

Θα πέης στου κρηβάτ σα χειρόμπλου, κι ούτη θα καταλάβς πότη θα ξημηρός, λιέη η Τζιώλας.

Ε, άμα δε φκιάσουμη τήπουτα τούτη πέξτη του στήχημα, πχιό στήχημα Τζιώλα; Τουν λιέη η Αποστόλτς.

Δε ξέρτη του στήχημα; Να σας του πως να μάθτη. Η Τριαντάφυλλους μη τΦηλουμέν, κάθη βράδ έπηζαν, κι του κρηβάτ κρητσηνούση, η γαμπρόστ ακουγη κάθη βράδ του κρηβάτ να ρουπουτάη, λιές να φκιάν τήπουτα η μπαμπάς με τμάνας; Λιέη η γνιέκατ θα πάνου να δω.

Μόλης άκουσα να ρουπουτάη του κρηβάτ, σκώθκη η γνιέκατ, παέν  ζπόρτα, βαζ του ματ ζκληδαρότρυπα κι βλιέπ.

Γυρνάη πήσυ κι τλιέη η άντρατς. Τι φκιάν; Ε, δε φκιάν, ία, είνη η μπαμπάζμ τνανάσκλα η μάναμ ουρθή, τπχιάν η μάναμ ντανήζ σιαπάν, κι βάζουν στήχημα, αμ νταπουλίκ ση πχια μηριά θα πες , διξιά ή  ζηρβά. Αυτό μόνου μπουρούμη να  φκιάσουμη ολ, να πέζουμη του στήχημα, κι πέζντας  τα κουμπουλόγια, παήναν για τα γιατάκια, σηλουγιούτνας πως πέρασαν τα βιράνκα τα χρόια, ότι η ζουή είνη ένας Μύθους.

Γιαφτό ας χαρούμη όσου μπορούμη, γιατί κι μης θα φτάσουμη στα χρόνια να βάζουμη στοίχημα ετς είνη η ζουή  τι να κάνουμη. Ένα τραγούδ λιέη ναταν τα νιάτα δυο φορές, αλά, αλά είνη μνιά φουρά.

Κι τα γληντάη οπχιους τα προυφτέν, γιαφτό σας λιέου γλυντήστη όσου μπουρίτη γιατί τα χρόνια είνη λίγα κι πηρνούν τόσου γλήγουρα που δε τα καταλαβέντς, κι φτάντς τηληφτέα, να πέιηζ μη τμπάμπους κι να βάηζ στήχημα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version