Η Μαρίκα ήχη τρία πηδιά, τα διο πηρπάτσαν και μήλτσαν απού μικρά, η Θουμάς απάν στου χρόνου, μα δε μηλούση.

Έγηνη διόμς χρουνό κι η Θουμάς μιλιά ούτη λαλιά τνιέφαη του μαράζ  τΜαρίκα, πλάλιξη, κι που δε πλάλιξη σ’ όλες τσηκλησιές κι σ’ όλα τα μουναστήρια, καημός μιγάλους τνιέτρουγη για του πηδί τουν πάηνη κι στου γιατρό κι η  γιατρός ήληγη: Θα μηλής του πηδί, δεν εχ τήπουτα.

Θα μηλής του πηδή ήληγη η Μαρίκα, μα η Θουμάς κόντηβη τα τρια κι του πηδί δε μιλούση. Μνιά μέρα η Μαρίκα έκανη φαί, φασουλάδα, κι του μησμέρ έβαλη να φαν τα πηδιά, στρων του τραπέζ κι βαζ τμησούρα σμες, φερν κι ψουμί κι δην κι τα χλιάρια αρχήντσαν να τρων, τουν Θουμά ξέχαση να τουν δως χλιάρ.

Η Θουμάς μόλις ήδη ότι οι άλλ αρχήντσαν να τρων κι η μησούρα κατέφκη σμες κατάλαβη ότι θα μην νησκός, τότη η Θουμάς φώναξη: Μάνα, φέρη κι μένα χλιάρ.

Η Μαρίκα ξαφνιάσκη, τέτχια φουνή πρωτ φουρά τνακούη, τρεχ πήσου γλήγουρα και λιέη, φώναξη κανένας τήπουτα; Τκητάζ η Θουμάς κι τλιέη: Μάνα, φέρη κι μένα χλιάρ.

Η Μαρίκα τρηλάθκη απ’ τχαράτς. Νιε πηδίμ θα ση φέρο κι χλιάρ κι φάη κι ότι άλλου θέλτς κι σταυρουκουπχιούνταν για του θαύμα που έγηνη. Μέχρι του βραδ έμαθη όλου του χουριό που μήλτση η Θουμάς κι όταν τρουτούσαν τΜαρίκα για του Θουμά κι τη λιεξ ήπη, πρώτα η Μαρίκα χαρούμην κι μη χησμένου του βρακήτς τσήληγη: Η μουλιέκασμ (του χαιδεφτηκότ) τπρώτ κουβέντα που ζπώρτζη, ήταν χλιάρ.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version