Τρεις ουδογοί Ντακλιγκέρης πάηναν ταξίδια μακρινά.

  Πάηναν στου ξουτιρικό. Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία. Σγηρμανία που πάηναν ηκεί ήταν ένας Έλληνας, Νταλικέρσης ειχή ηστιατόριου κι ξηνουδουχείου μάζι κι ολ οι Νταλικέρσης εική σταματούσαν.

  Έτρουγαν κι κοιμούνταν. Όταν πάηναν να κουμθούν ήληγαν τουν μαγαζάτουρα. <<Πατρίδα, καμνιά εικουσάρα γιατί φουβούμη του βραδ μοναχός>>; Κι η πατριώτς κανόνζη για όλους.

  Η νταλικέρδης άλαζαν του φαήτς, οι γνιέκης όταν έφυβγαν αυτοί, πχιος ξερ τι έφκιαναν. Μνια μέρα αντάμουσαν πάλιαυτοί οι  τρείς. Λιέη η ένας: << Ημής καλά παένουμη η αλλης, οι γνιέκης μας τι φκιάν>>;

  Λιέη η πρώτους <<Η θκιάμ δε πάη μη κανέναν>>. <<Κι που το ξέρτς>>; Που του ξέρου; Να πως του ξέρου.

   Όταν γυρνώ στου σπίτ τπέρνου βγένουμη όξου, τρώμη, πίνουμη, τιμηθώ κι όταν παένουμη σπιτ τρουτώ κι αυτή άμα πάν θα μη του πει. Μα δη λιέη τίπουτα κι έτς ήμη σύγουρους>>.

  Λιέη η δεύτηρους: <<Ηγώ κάνου τ΄άλλου τπλακώνουν στου ξύλου κι τλιέου να μη πη μη πχιον πήγη.

  Του ξύλου που τρώει θα μαρτυρούση, μα δη λιέη τίποτα κι έτς κι γω ήμη σίγουρους ότι δεν παέν μη άλλουν>>.

  Λιέη κι η τρίτους: «Αυτά που φκιάντη τσγνιέκης σας δεν είνη καλά. Ηγώ θα σας πω τι να κάντη κι θα τα μαθέντη όλα. Να τώρα που θα σας γυρίσουμη στα σπίτχια μας μη του καλο, του προυί βγες στου μπαλκόν να πχίεις καφέ και μόλις δεις τγιτόντσα πέστην ‘’ρουφχιάνα’’ κι θα τα μαθς όλα». Έτς έγινη.

  Η πρώτους βγήκη του προί στου μπαλκόν να πχιεί τουν καφέτ, να η γιτόντσα. Ηκήν τνώρα τίναζα τκουβέρτα.

  Τότη λιέη η οδηγός «Μουρή ρουφχιάνα τώρα βγήκης να τινάξ τκουβέρτα που πίνου ηγώ καφέ;» Απαντάη η γιτόντσα «Ρουφιάνα ρε είνη η γνιέκας που όταν φέβγς πλακώντη». «Με πχιον πλακώντη»; «Μη του τάδη και μη του τάδη». Κι η δεύτηρους τα ίδια έφκιαση κι αυτός την ίδια απάντης πήρη.

   Όταν ξανά αντάμουσαν οι ουδηγοί δεν ήπαν τουν ξηνοδόχου για του βράδυ τίποτα κι η ξηνοδόχους απόρση. Να παν μαναχοί για ‘υπνου;

  Του προυι που κατέγκαν για να πχιουν καφε λιέη η ένας σ΄αυτούς που τσιέδουση τγνώμη πως θα μάθν αν οι γνιέκης παέν κι αυτές όταν φευγν οι άντρης μη άλλουν: «Συνάδηρφη καλή η συνταγή μου μας έδουσης, δεν φτάν που μαθέντς ότι παέν μη άλλοους, μαθέντς κι μη πχιούς πάεν».

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version