Κουντέβ τσ Παναϊας 15 Αυγούστου κι Κώτσιους μη τουν Αργύρ, πήγαν Σαλουνίκ να πάρουν κάνα κινούργιο ρούχο, να βγουν στου πανηγύρ μη τα κηνούργια, που γιουρτάζ του χουριό μας του Κλειδί. Πήγαν Σαλουνίκ, ψούντσαν αυτά που ήθελαν κη του μεσημέρ πείνασαν κι μπ΄’ηκαν ση ένα μαγαζί που είχε μπουγάτσης.

Μπήκαν μέσα έκατσαν κι βλιέπουν του κατάλουγου. Μπουγάτσα κρέμα 3 δραχμές, με τυρί 3 δραχμές, μη σκανάκ 3 δραχμές, πορτοκαλάδα 2 δραχμές, λεμονάδα 2 δραχμές, αριάνι 2 δραχμές. Αφού διάβασαν του κατάλουγου λιέει ο Κώτσιους. Αργύρ’ τί θα φάς; Λιέει η Αργύρς. Εγώ Κώτσιου θα πάρου τυρόπιτα κι μια πουρτουκαλάδα. Ηγώ λιέει Αργύρ να πάρου κρέμα κι αριάν. Καλά Κώτσιου, πάρει ότι θέλτς.

Παρήγειλαν αφτά που ήθηλαν κι μαγαζάτουρας τα πήγη κι τσ’ είπε «καλή σας όρεξ». Αρχίντσαν να τρων. Η Αργύρς άνοιξη την πουρτουκαλάδα κι έπινει κι από λίγου. Η Κώτσιους αφύ τν έφαγε την κρέμα, πήρε να πχιεί κι τ’αριάν. Μόλις ήπχιε μια καταπιχιά, λιέει στουν Αργύρ.

– Αργύρ, Αργύρ, ξέρς τί είν αυτό;
– Τί είναι Κώτσιου;
– Τί είνε; Ματισνίτα.
– Ματινίτσα;
– Ναί Αργύρ, ματινίτσα. Μας γέλασε κι γράφ Αριάν. Τώρα θα δεις τί θα τουν κάνου.
– Μπάρμπα, έ μπάρμπα. έλα εδώ.
– Ωρίστε πηδγιά. Τί θέλετε;
-Τί θέλουμει. Δεν ντρέπεσει που τ’ματινίτσα μας τη λιές αριάν; Ηγώ αν ήθηλα ματινίτσα, στου χουργιόμ έχουμει να πχιω ένα γκουβά.
– Παιδιά μου έδώ έτσι τη λέμε. Αριάνι. Αν μη ρωτούσες θα σου έλεγα τί είναι.

Η Κώτσιους δεν είπει τίπουτα. Πλήρωσαν κι πήραν του λιουφουρίου για του χουριό. Μες του λιουφουρίου λιέει η Κώτσιους. Αργύρ μή πεις τίπουτα στου χουριό για του χνιέρ που έπαθα. Αλλά στου κάτου – κάτου εμάθαμει κι τ’αριάν.
Η Αργύρς μόλις έφτασαν στου χουριό, δεν βάσταξει, είπει ση έναν. Η ένας στουν άλλουν κι γιόμηση του χουριό. Κι από τότε τουν Κώτσιου τουν φώναζαν Ματινίτσα. Καλύτερα να ση βγεί του μάτ παρά τ’όνομα!

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version