Υπήρξε μια εποχή, όχι και πολύ μακρινή, που το παπούτσι ήταν είδος πολυτέλειας στο Ρουμλούκι. Ένα ζευγάρι παπούτσια το είχαν όλοι οι άντρες  στο σπίτι. Τα τσαρούχια, και για λίγο αργότερα, τα λαστιχένια παπούτσια, ήταν αυτά που φορούσαν μια ζωή τις καθημερινές και καμιά  φορά και τις γιορτινές μέρες.

Μόνο στην εκκλησία φορούσαν παπούτσια. Δικά του αποκτούσε ο άντρας, όταν γινόταν γαμπρός ( γαμπριάτικα παπούτσια). Αυτό το μοναδικό ζευγάρι, συνήθως, κρατούσε μια ζωή.

Το επάγγελμα του κουντουρατζή, όπως έλεγαν τον υποδηματοποιό στα μέρη μας, ήταν ζηλευτό. Τα προιόντα του εργαστηρίου  του αποτελούσαν όνειρο για κάθε άντρα  και γυναίκα κάποιας ηλικίας.

Τα δέρματα τα προμηθεύονταν από τα βυρσοδεψεία. Φημισμένο κέντρο κατεργασίας δερμάτων ήταν η Άμφισσα. Παραδίδονταν στους τεχνίτες έτοιμα, βαμμένα, να τα περάσει ο τεχνίτης πάνω το καλούπι.

Τα εργαλεία του ήταν σχεδόν ίδια με του τσαρούχα, του φοντιατζη (φόντια= τα μπροστινά μέρη του παπουτσιού), του μπαλωματή, του σαμαρά του χαμουρτζή. Ανάμεσα τους το σφυρί, το τριπλό αμόνι, ειδικό για παπούτσια, η φαλτσέτα, λεπίδα χωρίς ξύλινη χειρολαβή, την οποία συνεχώς ακόνιζε σε μια ακονόπετρα μαύρη, φτύνοντας λίγο πάνω για να γλιστράει η βελόνα με το κερωμένο ράμμα (σπάγκος).

Τα παπούτσια γίνονταν πάντοτε ύστερα από παραγγελία. Έτοιμα εδώ σ’ εμάς δεν υπήρχαν.

Ο μάστορας έπαιρνε τα μέτρα και γινόταν η συμφωνία αν τα ήθελε τριζάτα, με απλό ματ δέρμα ή με γυαλιστερ, αν ήθελε δηλαδή λουστρίνι. Τριζάτα παπούτσια ήταν αυτά που στο περπάτημα έτριζαν, και φυσικά ήταν και πιο ακριβά από εκείνα που δεν έτριζαν. Υπήρχαν  και τότε τα ακριβά παπούτσια, ανάλογα με το δέρμα με το οποίο γινόταν.

Το τρίξιμο το πετύχαιναν με τον εξής τρόπο :  έπαιρναν δύο όμοια δέρματα σόλας και τα ένωναν με τα ξύλινα καρφάκια. Καθώς πιέζονταν η σόλα, τρίβονταν οι δύο επιφάνειες του δέρματος, και έτσι ακουγόταν το τρίξιμο από πολύ μακριά. Όταν τελείωνε το παπούτσι με τα φόντια, ήταν έτοιμο για τον πελάτη.

Τριζάτα ζητούσαν συνήθως οι προξενητάδες. Στο Γιδά είχαμε πάντοτε κουντουρατζήδες. Θα αναφέρω μερικά ονόματα: αδελφοί Παπαστεφάνου, Ζησόπουλος Αντώνης, Ευθυμιάδης Παναγιώτης , Μούμουλος Μανόλης. Ξακουστός όμως ήταν ο Βεριώτης Παρτσολάκης Γιώργος. Αυτός, εκτός από το ότι έκανε καλή δουλειά, πίστωνε και τον κόσμο που δεν μπορούσε να πληρώσει. Η συμφωνία ήταν να πληρωθεί στα αλώνια. Ένα άλλο καλό είχε, ότι κατέβαινε ο ίδιος κάτω στον κάμπο, και έπαιρνε τις παραγγελίες.

Σήμερα το παπούτσι παράγεται από ομαδική παραγωγή, με σύγχρονα, αυτόματα μηχανήματα. Ευτυχώς στο επάγγελμα αυτό διασώθηκε ο μπαλωματής, αλλά και αυτός δεν δουλεύει τη βελόνα και τον παραδοσιακό κερωμένο σπάγκο (ράμμα).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version