Η Νάσιους τσβασίλιους είχη διο πηδία, τα τράνηψη κι άφκιαση κι σπίτια κι τσιέδουση κι απού ένα ζυβγάρ άλουγα κι τσιέδουση τνηφκήτ, να προυκόψν, κι να καζαντίσν.
Τα πηδία χαρούμηνα ξηκήντσαν οι δλιες. Όλα πάηναν καλά, έμασαν τσουδιές κι ένας η γιος έφκιαση κι αποθήκ. Έβαλη τ’ άχηρου γιατί παρήμηνη χημώνα.
Η άλλους δεν έφκιαση τίπουτα, σαν να μην παρήμηνη χημόνα. Μόλης έφταση η χημόνας πάη στουν αδηρφότ κι του λιέη: ‘αδηρφε φέτους θέλου να μη βουηθής.
Ηγώ δεν μπόρσα να φκιάσου ούτη αποθήκ ούτη αχηρόνα. Τουν λιέη η αδηρφόστ: άχηρου έχου μπόλκου έλα πάρη μα από κθά η άλλης ταές δεν έχου. Ε, αφού δεν έχς δεν μπηράζ θα πάρου δουλάχιστου άχηρου, απαντάη η άλλους.
Ήρθη η χημόνας κι πάηνη έπηρνη άχηρουκι έδουνη τ΄άλουγα κι έτρουγαν, μα μόνου μη τ’ άχηρου τι να ση τα χαηβάνια. Άρχηντσαν να πέφτν κατ κι να μη μπορούν να σκουθούν.
Κι η μήνας η Γηνάρτς, μεγάλους μήνας, πότη να πηράς να ρθη η φλεβάρτς, που είνη πχιο μικρός, κύστηρα η Μέρτς κουλάη η δλια θα βγούν τα χουρτάρια κι εχ η Θηός.
Βαρής η χημόνας κι η Μάρτς μακριά, αργήνα ρθη να βγαλ η γης χουρτάρ για να βουσκήσν τ’ άλουγα. Κι αυτά δεν είχαν κουράγιο να σκουθούν όταν έπηφταν.
Μνια μέρα του ένα του άλουγου έπηση, κι η γνιέκα τ’ Αργύρ του ήδη που δε μπουρούση να σκουθή κι πάη να φουνάξ τιμανιά τΦητένια να του ρήξ τα Μουνόκιρα μήπους ήταν απού μας.
Πάεν σμανιά τφητένια κι τλιέη: Μανιά έρχηση μέχρη του σπίτ να ρηξ τα Μουνόκιρα τ’ άλουγου γιατι δεν μπουρή να σκουθή; Να ρθω κουρίτσιμ λιέη η μανιά η Φητένιου, μα γιατί δεν μπορή να σκουθή τ’ άλουγου; Λιέη η μανιά η Φητένια.
Δε μπορή μανιά να σκουθή τ’ άλουγου πρέπ να είνη απού ματ, κι έλα να του ξηματχιάς.
Πέρν η μανιά η Φητένια τα μουνόκιρα παέν στου σπίτ, μπεν μες στάχούρ κι βλιέπ τ’ άλουγα του ένα κρατχιούνταν λίγου τ’ άλλου ήταν κατ κι δεν μπορούση να σκουθή.
Η μανιά η Φητένια τα μουνόκιρα παέν στου σπίτ, μπεν μες σταχούρ κι βλιέπ τ’ άλουγα του ένα κρατχιούνταν λίγου τ’ άλλου ήταν κατ κι δεν μπορούση να σκουθή.
Η μανιά η Φητένια αρχήντση να του ρήχν τα Μουνόκιρα.
Ηκήν τνώρα πάη κι η Νικουλάκς Τσαμπρή, αστήους και καλαμπουρτζής , κι βλιέπ τμανιά Φητένιου να σταυρόν τ’ άλουγου.
Τη φκιάντς ηδώ μανιά φητένιου; Να πηδήμ ξυματχιάζου τ’ άλουγου, δεν του βλιέπς που έπηση; Κακό ματ του ήδη. Γυρνάη η Νικουλάκς στγιέκα τ’ Αργύρη και τλιέη:
Τ’ άλουγου δεν είνη απού ματ. Να πης τουν αργύρ απού τη είνη Νικουλάκ; Λιέη η γνιέκα τ’ Αργύρη. Απού τι είνη; Άμα δε κατάλαβη απού τι είνη, να τουν πης τουν Αργύρ ότι τ’άλογου δε θέλ να του ρηξ τα Μουνόκιρα, τ’ άλουγου θελ να του ρηξ κθαρ.