Η Ντώνης τΛιάπ, αστείους, κι καλαμπουρτζής, αύταστους, όλους η κόσμους τουν ήθηλη ζσπαρέατ.

Κι στου δρόμου που πάηνη, όποιον έβρισκητουν πήραζη μη τα αστείατ. Μια μέρα, στου δρόμου που πάηνη, βλιέπ έναν, σκων του μπουκάλ του ρακίκι πην, όταν έφταση κουντάη Ντώνης, βλιέπ του μπουκάλ μισο, τουν λιέη, Τζιώλα στα πόσα του κες  του μπουκάλ; Βλιέπου, σπίτ δεν έφτασης κι πάη του μσό, κι λιέη η Τζιώλας, εμ, Ντώνη πάλιουση η μηχανή κι τώρ καίη λίγου παραπάν.

Μνια μέρα ζήμουση η γνιέκατ η Σουλτάνα, κι όταν ήθηλη να ανάψ του φούρνου, στα βρέζια κάθουνταν ένας μαντρόσκλους, που να παν η Σουτλτάνα  να πάρ ξύλα, μόλις πάηνη αυτός τμούγκριζη, πήσουη η Σουλτάνα , έπιαση έναν μπηλιά, μη του σκύλου ήδη κι απ’ όηδη, πάη φωνάξη του Ντώνη που δούληβη ηκη κουντά, Μάτσουρας, τουν φουνάζ κι τουν λιέη, Ντώνη έλα μέχρη του σπήτ.

Δε μπουρώ να ανάψου του φούρνου, κι του ψουμι φούσκουση.

Γιατί Σουλτάνα δε μπουρής να ανάψ του φούρνου; Να, ρε, Ντώνη, είνη ένας σκύλους ξαπλουμένους εική στα ξύλς , κι, δε, σκώνητη, καλά λιέη  η Ντώνης έρχουμη, πάεν στου σπίτ η Ντώνης, βλιέπ του σκύλου κοιμάτη στα βρέζια, περν τουν στράβληστου, παέν απού πήσου, τουν ζγιάζ καλά, κι τουν κατηβάζ μη όλ, τδύναμ που είχη, η σκύλους πητάχκη ένα μέτρου σιαπάν, τουν ήρθη άξαφνα, παέν καμνιά δικαριά μέτρα.

Σταμάτση, κι γύρση να δη πίσιου, γιατί δεν κατάλαβη απού που την ήρθη. Μόλις σταμάτση, κι κοίταξη τουν Ντώνη, τουν λιέη η Ντώνης, Σήμηρα ση πήρα τα μέτρα, για πρόβα έλα αύριου.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ.
Exit mobile version