Ανάμεσα στα μεγάλα ζώα που είχε στην αυλή του ο Ρουμλουκιώτης ζευγαράς, το άλογο κατείχε σημαντική θέση. Έμπαινε στο κάρο, έκαμνε όλες τις αγροτικές δουλειές, όργωμα, σπορά και λοιπά, συγχρόνως όμως προσφερόταν και για μια άλλη υπηρεσία μοναδική. Δέχοταν στην πλάτη του το σαμάρι, για μεταφορά μικρότερων φορτίων, κυρίως όμως δέχοταν τη σέλα, για να ιππεύσει καμαρωτό και περήφανο το αφεντικό του. Η σχέση που αναπτύσσοταν ανάμεσα στον αναβάτη και στο άλογο ήταν πάρα πολύ στενή, θα τολμούσαμε να την πούμε καθαρά ανθρώπινη. Το ζώο έδειχνε αφοσίωση στον αφέντη του και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η στάση αυτή αποδείχθηκε σωτήρια για τον τελευταίο.
Βέβαια, για να αναπτυχθεί αυτός ο δεσμός έπρεπε το μεν ζώο να μην είναι από τη φύση του κακότροπο, κάτι που συνέβαινε συχνά και από την άλλη, ο άνθρωπος να δείχνει έμπρακτη και ειλικρινή αγάπη προς το δίποδο σύντροφό του. Η καλή και επαρκής τροφή, το συχνό πότιμα, το τιμάρι, το χτένισμα, το καλόπιασμα σε κάθε περίπτωση, ακόμα και τα χάδια αποτελούσαν τη βάση πάνω στην οποία θεμελιωνόταν η αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Το άλογο,, όπως και το μουλάρι, που ήταν όμως σπάνιο στα πεδινά χωριά μας, έχει ανάγκη από μια πρόσθετη περιποίηση. Πρόκειται για την προστασία των νυχιών του, τα οποία φθείρονται εύκολα με το περπάτημα. Για το σκοπό αυτό οι άνθρωποι επινόησαν το καλίγωμα, την προσθήκη δηλαδή στο κάτω μέρος κάθε ποδιού, στο πέλμα, μιας μικρής μεταλλικής στεφάνης, που είναι γνωστή ως πέταλο.
Την εργασία του πεταλώτη, όπως είναι περισσότερο γνωστός ο καλιγωτής δεν μπορούσε να την κάνει ο κάθε νοικοκύρης, ο καθένας που ήταν κάτοχος αλόγου. Χρειαζόταν κάποια τεχνική, χρειαζόταν εργαλεία, ακόμα και ειδικός χώρος. Σ’αυτόν το χώρο μετέφερε το ζώο του ο ιδιοκτήτης του και ζητούσε, έναντι αμοιβής βέβαια, να του το καλιφώσει.
Το πρώτο πράγμα που ήθελε να μάθει ο πεταλωτής ήταν τα «χούια» (=χούγια, συνήθειες) του ζώου. Τα περισσότερα από αυτά, βέβαια ήταν ήσυχα, πειθαρχικά, καλοσυνάτα. Υπάκουγαν στις εντολές του πεταλωτή, καθόταν ήσυχα σήκωναν πρόθυμα το κάθε πόδι για να καρφωθούν τα πέταλα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ένα άλογο ήταν ατίθασο, ανυπάκουο και επιθετικό. Όπλο του τα κοφτερά και ακημένα δόντια του, τα δυνατά και ευέλικτα πισινά πόδια, με τα οποία μπορούσε να δώσει φοβερές κλωτσιές. Την οργή του μπορούσε ακόμα να την εκφράσει με ηχηρά χλιμιντρίσματα, με ανορθώσεις στα πισινά πόδια, ακόμα και με χτυπήματα με τα μπροστινά πόδια.
Το «ιστορικό», λοιπόν, ήταν απαραίτητο ώστε να μπορεί ο πεταλωής, που ήταν, κατά τα άλλα, βαθύς γνώστης της «ψυχολογίας» των τετράποδων πελατών του, να πάρει τα κατάλληλα μέτρα και να προστατευτεί από τις εχθρικές διαθέσεις τους.
Η πρώτη επαφή του αλμπάνη –λέξη τουρκική για τον πεταλωτή- με το ζώο άρχιζε μια επίθεση φιλίας. Λόγια φιλικά, χάδια στο κεφάλι, στη χαίτη, ως πίσω στα καπούλια και κάτω στα μαλακά. Αν υπήρχαν αντιδράσεις έμπαιναν σε ενέργεια τα προστατευτικά μέσα. Πεδούκλια στα ποδάρια , μια διαβασιά στη μούρη, θηλιά δηλαδή κρεμασμένη σε ξύλινη λαβίδα. Τη θηλιά αυτή τη τύλιγαν στο πάνω χείλος του ζώου, κάτι που από μόνο του έφερνε, κατά κανόνα, την ακινητοποίησή του.
Ο πεταλώτης φορούσε στη μέση του μια φαρδιά και μακριά, δερμάτινη συνήθως, ποδιά, με τρεις τσέπες , μια μεγάλη στον κέντρο και δύο μικρότερες στα πλάγια. Εκεί έβαζε τα απαραίτητα εργαλεία, που ήταν τα πέταλα, τα καρφιά, η τανάλια, η ράσπα, η λίμα δηλαδή, ένα μικρό μεταλλικό αμόνι, το σαντράτσι, ένα ειδικό για τη περίσταση κοπτικό εργαλείο, μια καλά τροχισμένη λεπίδα.
Ο βοηθός σήκωνε το πόδι του αλόγου, που για να το κρατάει καλύτερα το είχε δεμένο με ένα σκοινί και η επιχείρηση άρχιζε. Ο καλιγωτής έβγαζε με την τανάλια τα καρφιά και μαζί ους το παλιό πέταλο, ύστερα μα τα κοπίδια και τις ράσπες άρχιζε την περιποίηση της οπλής, όπως λένε τα νύχια του αλόγου. Έκοβε, λιμάριζε, στρογγύλευε, για να προχωρήσει στη συνέχεια στην τοποθέτηση του νέου «παπουτσιού». Διάλεγε το κατάλληλο είδος και μέγεθος πετάλου, τα ανάλογα καρφιά και με τη στήριξη του αμονιού προχωρούσε στο κάρφωμα. Έπρεπε να εργάζεται με χειρουργική ακρίβεια για να μην ενοχλήσει, να μην πληγώσει το ζώο. Τα καρφιά έμπαιναν περιμετρικά, εκεί που δεν υπήρχε σάρκα και ήταν τέτοια η κατασκευή τους, ώστε να στερεώνονται γερά μέσα στη μάζα του νυχιού.
Γίνεται λόγος για το είδος του πετάλου. Πράγματι υπήρχαν πέταλα πλακέ, ημικυκλικά, και σε μεγέθη που αντιστοιχούσαν σε νούμερα 25-26-30-32-34. Η μορφή του εδάφους, χωμάτινο, όπως είναι στο κάμπο ή πετρώδες στα βουνά, το καλντερίμι, ο πάγος, ήταν παράγοντες που έπαιρνε υπόψη του ο πεταλωτής, όταν επρόκειτο να κάνει την επιλογή των υλικών.
Πέταλα και καρφιά, τα προμηθεύονταν από τους σιδεράδες. Συχνά όμως, ένα καλά οργανωμένο πεταλωτήριο είχε το δικό του εργαστήρι, για να τα κατασκευάζει.
Το μικρό σιδεράδικο όμως δεν ήταν το μόνο παράστημα του. Ο πεταλωτής, που αποκτούσε επαφή με τα ζώα από τα παιδικά του χρόνια και μαθήτευε δίπλα σε έμπειρους μαστόρους, εξελισσόταν με τον καιρό σε έναν πρακτικό κτηνίατρο. Έκαμνε διαγνώσεις και πρότεινε θεραπείες. Αναλάβαινε ακόμα το καλλωπισμό, την περιποίηση των αλόγων. Τα έλουζε, τα τιμάρευε, κούρευε χαίτες και ουρές, έβαφε τα νύχια με κατράμι, τύλιγε ματόχαντρα και άλλα διακοσμητικά στο κεφάλι τους, ακόμα τα ξεμάτιαζε.
Συχνά ο ιδιοκτήτης ζητούσε να μπει μια στάμπα στα καπούλια του ζώου, ιδιαίτερα όταν έκαμνε ως κερατζής, αγωγιάτης δηλαδή μακρινά ταξίδια στα Βαλκάνια, ακόμα και πέρα από το Δούναβη. Η στάμπα μπορούσε να γίνει με κατράμι και για μεγαλύτερη ασφάλεια, αν είναι οδυνηρό, με πυρωμένο σίδερο. Ήταν κάποιος αριθμός ή τα αρχικά του αφεντικού.
Ο Γιδάς είχε δικά του πεταλωτήρια. Ο τελευταίος και πιο γνωστός τεχνίτης ήταν ο Ευγένης Αλμπάνης, πατέρας του Δημήτρη Αλμπάνη, που συνεχίζει ακόμα να ασκεί ερασιτεχνικά πια το επάγγελμα, αφού η ζήτηση στην εποχή μας είναι πολύ περιορισμένη. Θα αναφέρω μερικά ακόμα ονόματα συμπολιτών μας, που άσκησαν στο παρελθόν το επάγγελμα του πεταλωτή. Ήταν ο Μεσαλάς Παναγιώτης , ο Ζαφειριάδης Ζήσης, ο Οικονομόπουλος Θωμάς.
Θα κλείσω όμως την αναφορά μου στο πολύ συμπαθητικό και χρήσιμο σε άλλες εποχές επάγγελμα του καλιγωτή με μια αισιόδοξη διαπίστωση. Ότι όλο και περισσότερα άλογα κάμνουν την εμφάνιση τους σε όλο τον κάμπο και βέβαια και στα γειτονικά χωριά. Είναι κάτι μερακλήδες νέοι άνθρωποι συνήθως, που τους αρέσει φαίνεται εξίσου, αν όχι περισσότερο , η σέλα του αλόγου, από τη λεγόμενη σέλα του ποδηλάτου ή της μοτοσικλέτας. Όταν τους συναντώ κατά τους περιπάτους μου στην ύπαιθρο να εμφανίζονται καβάλα πάνω στα περήφανα άτια τους, κάθομαι και τους καμαρώνω. Μακάρι η καλή αυτή συνήθεια να επεκταθεί. Εμείς που μεγαλώσαμε με συντροφιά των υπέροχων αυτών ζώων ξέρουμε την αξία την αξία τους και τα νοσταλγούμε.