Είναι σημαντικό να μην αμελούμε τον προσωπικό μας χρόνο και την ανάπαυσή μας. Όπως ακριβώς οργανώνουμε τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά μας μέσα στη μέρα, έτσι να προγραμματίζουμε και τη χαλάρωση. Η πνευματική κόπωση δεν είναι άμεσα ορατή. Όμως χρειάζεται περισσότερο χρόνο ανάκαμψης από τη σωματική.
Σύμφωνα με την Christina Maslach, η επαγγελματική εξουθένωση (burn out) ορίζεται ως μία στρεσογόνος και ψυχοπιεστική κατάσταση στο χώρο εργασίας, η οποία έχει να κάνει με την προσωπική αντίληψη του καθενός για τον εαυτό του και τους άλλους μέσα στον επαγγελματικό χώρο.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια ψυχοσωματική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από απώλεια εδιαφέροντος για τη δουλειά και τους ανθρώπους με τους οποίους κάποιος συναναστρέφεται επαγγελματικά ή συνεργάζεται και περιλαμβάνει μια ποικιλία συμπτωμάτων.
Άτομα με burn out μπορεί να υποφέρουν από πονοκεφάλους, να αισθάνοναι ανεξήγητη κόπωση, να σκέφτονται αρνητικά και επικριτικά συνεχώς, να παρουσιάζουν ευερεθιστότητα και διαταραγμένο ύπνο (δυσκολία να αποκοιμηθούν ή να σηκωθούν το πρωί, ταραγμένο ύπνο, πρόωρη αφύπνιση). Το άγχος και η πίεση που αισθάνονται μοιάζουν να μην έχουν τέλος, ενώ συχνά αρρωσταίνουν και σωματικά, εφόσον η πνευματική κόπωση και η εξάντληση που νιώθουν, «ρίχνει» το ανοσοποιητικό σύστημα καθιστώντας τους ευάλωτους.
Επιπροσθέτως, η επαγγελματική εξουθένωση πυροδοτεί συναισθήματα ανεπάρκειας, αναξιότητας και απελπισίας. Τα άτομα εμφανίζουν μειωμένη αίσθηση προσωπικών επιτευγμάτων, νιώθουν πως δεν αντεπεξέρχονται πλέον το ίδιο ικανοποιητικά στην εργασία τους και η απόδοσή τους έχει πάρει την κατιούσα.
Αισθάνονται μια γενικότερη απάθεια τόσο για τη δουλειά όσο και για τη ζωή τους σε ευρύτερο πλαίσιο και μπορεί να αρχίσουν να αδιαφορούν και για άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής τους (προσωπική-κοινωνική-οικογενειακή ζωή, παραμέληση της υγείας τους και της αυτοφροντίδας ή άλλων υποχρεώσεων, π.χ. δουλειές του νοικοκυριού…).
Σε κάποιες περιπτώσεις ένας άνθρωπος με burn out μπορεί να βιώσει και αποπροσωποποίηση, μια αίσθηση πως χάνει τον εαυτό του, την ταυτότητά του, τις δυνάμεις του και την ευσυνειδησία του απέναντι στη δουλειά και στο «καθήκον» του.
Η επαγγελματική εξουθένωση είναι μια κατάσταση ανισορροπίας. Παλατζάρουμε ανάμεσα στις απαιτήσεις της δουλειάς (ενδεχομένως κι επιπρόσθετες απαιτήσεις ή προσδοκίες που ορίζουμε εμείς οι ίδιοι για την επαγγελματική μας απόδοση, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη πίεση) και στις δυνατότητες που έχουμε για να αντεπεξέλθουμε σε αυτές τις απαιτήσεις.
Ταυτόχρονα επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μας αξιοποιείται στην προσπάθειά μας να είμαστε επαρκείς κι αποτελεσματικοί στη δουλειά μας, αναγκαστικά, «κλέβουμε» χρόνο από τις υπόλοιπες δραστηριότητές μας μέσα στη μέρα, αν δηλαδή μένει χρόνος για αυτές.
Η εργασία έχει τρεις διαστάσεις που πρέπει να πληρούνται ως προϋποθέσεις για να είμαστε ισορροπημένοι: α). την οικονομική, που είναι η καθαρά βιοποριστική διάσταση, η οποία σχετίζεται με την επιβίωσή μας (χρειαζόμαστε χρήματα για να καλύψουμε βασικές ανάγκες και να ζήσουμε), β). την κοινωνική, που σχετίζεται με τις ικανότητες του κάθε ατόμου, τα ενδιαφέροντά του και την «κλίση» του, για να μπορεί να αντεπέξερχεται επαρκώς στις απαιτήσεις και τις προκλήσεις της εργασίας που επέλεξε και τέλος γ). τη ψυχολογική διάσταση, που αποσκοπεί στην άντληση ικανοποίησης από την εργασία και την αίσθηση της δημιουργίας και της προσφοράς (κάνω κάτι ωφέλιμο και χρήσιμο για την κοινωνία και τους συνανθρώπους μου).
Όταν μία ή παραπάνω από αυτές τις διαστάσεις δεν πληρούνται, μοιραία οδηγούμαστε σε μια κατάσταση όπου η δουλειά παύει να μας δίνει ικανοποίηση και χαρά είτε γιατί δεν μας καλύπτει οικονομικά είτε γιατί δεν σχετίζεται με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητές μας είτε γιατί οι συνθήκες εργασίας δεν είναι ευχάριστες και προκαλούν δυσαρέσκεια, δυσφορία και στέρηση της ικανοποίησης. Αυτό που κάνουμε δεν μας «γεμίζει», δεν μας εκφράζει ή δεν μας ταιράζει.
Και αν κάνεις κάτι που δεν αγαπάς, γιατί αυτό που θα ήθελες να κάνεις δεν προσφέρεται στο χώρο εργασίας (π.χ. ανεργία, κορεσμένα επαγγέλματα, αντίξοες συνθήκες εργασίας, προβλήματα συνεργασίας), τότε λογικό είναι να μην το κάνεις με τη «ψυχή σου», ειδικά όταν βλέπεις πως είτε δίνεις το 100% των δυνατοτήτων σου είτε όχι, αυτό δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα (π.χ. υπερωρίες που δεν πληρώνονται, χαμηλοί μισθοί, μη αναγνώριση κι εκτίμηση της δουλειάς και των επιτευγμάτων, απροθυμία συνεργασίας). Αυτή η κατάσταση με την πάροδο του χρόνου φέρνει φθορά, ψυχική και σωματική και η δουλειά γίνεται δουλεία.
Πόσον καιρό μπορούμε ν’αντέξουμε να εργαζόμαστε κάπου που δεν μας αρέσει, δεν εξυπηρετεί τις δυνατότητες και το ταλέντο μας, δεν μας προσφέρει καμία ικανοποίηση, δεν μας καλύπτει επαρκώς οικονομικά και να καταφέρουμε να διατηρήσουμε ακέραια τη ψυχοσωματική μας υγεία και ισορροπία;
Ξεχνάμε, όμως, πως ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, πλήρης κι ολοκληρωμένος είναι σημαντικό να καλύψει τις ανάγκες που έχει και σε άλλους τομείς της ζωής του. Να μπορέσει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις ευθύνες, στις υποχρεώσεις και την ευχαρίστηση, ανάμεσα στην εργασία και την προσωπική ευημερία.
Είναι σημαντικό να μην αμελούμε τον προσωπικό μας χρόνο και την ανάπαυσή μας. Όπως ακριβώς οργανώνουμε τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά μας μέσα στη μέρα, έτσι να προγραμματίζουμε και τη χαλάρωση. Η πνευματική κόπωση δεν είναι άμεσα ορατή. Όμως χρειάζεται περισσότερο χρόνο ανάκαμψης από τη σωματική.