Στα τέλη Ιουλίου του 1883 ο αριστοκράτης Μεχμέτ Σεφήκ Πασάς ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στον Γιδά για να επιβλέψει την είσπραξη των δικαιωμάτων του από τα αλώνια των σιτηρών του τσιφλικιού του και για να γιορτάσει με ησυχία το Μπαϊράμι. Δεν διανυκτέρευσε στο γωνιακό διόροφο κονάκι του, που μάλλον δεν ήταν σε καλή κατάσταση, ούτε στην ισόγεια «οικία του σούμπαση».
Φιλοξενήθηκε στην οικία του προεστού Απόστολου Λαφαζάνη ή Ποντίκα που βρισκόταν δίπλα-νότια από τον σημερινό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου, δηλαδή 800 μέτρα ΝΑ από την οικία του σούμπαση. Τη νύχτα της 27.7.1883 «[…] η Εξοχότης του εδείπνησε και κατέβηκε σ’ εκείνη την ιδιωτική οικία στην οποία κατοικούσε η νοικοκυρά με τον γιο και τη νύφη της και ξάπλωσε να κοιμηθεί, και αφού οι δικοί του άνθρωποι αναχώρησαν για την οικία της εξοχότητός του (ήτοι εις το κονάκι του σούμπαση), όταν έγινε η κύρια επίθεση των ληστών για την απαγωγή του πασά από την κατοικία του προεστού Απόστολου Λαφαζάνη ή Ποντίκα [σημερινή οδός Αντύπα], ομάδα 6 ληστών «[…] ανέλαβαν την εν είδει πολιορκίας περίζωση της οικίας στην οποία οκτώ γκέκηδες και λοιποί άνθρωποι της εξοχότητός του, όλων ανερχομένων σε δεκαοκτώ, κοιμούνταν. Η ώρα ήταν τεσσεράμισυ τη νύκτα ακριβώς, όταν έσπασε η πόρτα [της οικίας του προεστού Απ. Ποντίκα] και ακούσθηκαν κραυγές και οδυρμοί της γριάς οικοδέσποινας Τόλιου «πασά μου κλέφτες μας πάτησαν» κι αμέσως η δυστυχής γριά έπεσε θύμα από πολύκροτη σφαίρα. Με την εκπυρσοκρότηση ακούσθηκαν από τη μεριά των γκέκηδων [800 μέτρα μακρυά] κάποιοι τουφεκισμοί, οι οποίοι έπαυσαν επειδή περιορίσθηκαν από τους ληστές που πολιορκούσαν την οικία του σούμπαση [σημερινή Εθνικής Αντίστασης 45], κι έτσι καθήλωσαν τους αγουροξυπνημένους φρουρούς του πασά, οι οποίοι από το κονάκι-οικία του σούμπαση δεν μπόρεσαν να τρέξουν προς βοήθεια, ούτε να αποτρέψουν την απαγωγή του πασά (από την 800 μέτρα μακρυά οικία του προεστού Απ. Ποντίκα) [σημερινή οδός Αντύπα …], διότι «[…] ενώ οι έξι των ληστών πολεμούσαν με τους ανθρώπους του πασά, αυτός ο τελευταίος μεταφερόμενος στους ώμους απαγόταν προς τον Αλιάκμονα […]» (βλ. Ι.Μοσχόπουλος 2019, σελ. 122-134).
Η σφραγίδα: * Η ΕΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ * ΓΗΔΑ * ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ * 1886 * μαρτυρά το έτος συστάσεως της σχολικής επιτροπής του χωριού και την συνεχή λειτουργία του σχολείου του.
Φωτ. 4. Έγγραφη απόδειξη δάσκαλου του Γηδά
Περί το 1891-1892 κατασκευάσθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός του Γιδά-Καψόχωρας. Πρόκειται για μικρό λιτό και λειτουργικό διώροφο κτήριο, χτισμένο με λιθοδομή που καλύπτεται από πεταχτό σοβά. Είναι τοποθετημένο παράλληλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, προδίδοντας την ιδιότητά του ως σταθμός διέλευσης Γ΄ τάξης. Έτσι μέσω του σιδηροδρομικού σταθμού εισήχθη στον Γιδά και η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, η οποία αντανακλούσε την έκφραση των βιομηχανικών κατασκευών της εποχής της, χάρη στην τεχνική αρτιότητα και τον προσεκτικό σχεδιασμό ακόμη και της ελάχιστης λεπτομέρειας. Ο σιδηροδρομικός σταθμός Γιδά-Καψόχωρας (το όνομα του οποίου ήταν γραμμένο στα τουρκικά και στα γαλλικά) αναδείχθηκε σε νέο και κυρίαρχο δημόσιο τοπόσημο στο χώρο. Την Πέμπτη 26 Noεμβρίου 1892 πέρασε από τον Γιδά το πρώτο ατμοκίνητο τραίνο, το αμάξι δίχως βόδια. Έκτοτε τα σφυρίγματα των τραίνων συνόδευαν αέναα την καθημερινότητα της ζωής του χωριού και διεύρυναν συνεχώς τους οικονομικούς και πολιτισμικούς του ορίζοντες.
Ο Μεχμέτ Σεφίκ Πασάς απεβίωσε στις 28 Ιανουαρίου 1898, οπότε ως ιδιοκτήτες του GIDAHOR καταχωρήθηκαν τότε τα τέκνα του «ο μακαριώτατος Αχμέτ Μουχσίν Μπέη Εφένδη» και «η τιμιοτάτη Αϊσέ χανούμ».
Ο Αχμέτ Μουχσίν μπέης έλαβε 84 τίτλους ιδιοκτησίας, δηλαδή 23 τίτλους για χωράφια και 61 για κτίσματα, καταστήματα και σπίτια κατοίκων με οικόπεδα, συνολικής έκτασης 7.707 στρεμμάτων και 3 αυλακιών. Στην με αριθμό 60 εγγραφή καταχωρήθηκε ότι μεταβιβάστηκαν στον Αχμέτ Μουχσίν «κονάκι χαρεμλίκι με τον πύργο μαζί και τέσσερις χωριστοί σταύλοι ένα κατάστημα και μισός τόπος μαγαζιού» που βρίσκονταν σε έκταση 5 στρεμμάτων. Συνόρευαν δυτικά με το μερίδιο της [αδελφής του] Αϊσέ χανούμ και από τις τρεις άλλες πλευρές με δρόμο. Το (ΠΡΩΤΟ) κονάκι του Μεχμέτ Σεφήκ πασά που κληρονόμησε ο γιός του, Μουχσίν, ήταν το διόροφο γωνιακό κονάκι που εικονίζεται στην με αριθμό 3 αχρονολόγητη φωτογραφία αρχείου Χαράλαμπου Αθ. Δούμα.
Φωτ. 5: Το παλιό διόροφο γωνιακό κονάκι του Μεχμέτ Σεφήκ (που περιήλθε στον Μουχσίν) και δεξιά του το παλιό ισόγειο κονάκι-κατοικία του σούμπαση (που περιήλθε στην Αϊσέ)
Η Αϊσέ χανούμ έλαβε 85 τίτλους ιδιοκτησίας, δηλαδή 22 τίτλους για χωράφια και 63 για κτίσματα, καταστήματα και σπίτια κατοίκων με οικόπεδα, συνολικής έκτασης συνολικής έκτασης 7.726 στρεμμάτων και δύο αυλακιών. Στην με αριθμό 144 εγγραφή καταχωρήθηκε ότι μεταβιβάστηκαν στην Αϊσέ χανούμ «τα δωμάτια του σούμπαση μαζί με τα εξαρτήματα και τόποι δύο σταύλων και καταστήματος και πύργου και μισού μαγαζιού», και στην 145 εγγραφή «τόπος ενός μπακάλικου», στην 145 το ίδιο και στην 147 «τόπος ενός καταστήματος», που όλα βρίσκονταν σε έκταση 18 στρεμμάτων. Συνόρευαν ανατολικά με το «κονάκι του Μουχσίν μπέη» δυτικά με δρόμο, βόρεια (;) με «Τάσο και εκκλησία» και νότια με δρόμο. Το (ΔΕΥΤΕΡΟ) ισόγειο κονάκι-οικία του σούμπαση που κληρονόμησε η Αϊσέ Χανούμ, εικονίζεται στην ίδια με αριθμό 3 αχρονολόγητη φωτογραφία αρχείου Χαράλ. Δούμα (εφαπτόμενο στο γωνιακό διόροφο κονάκι του Μεχμέτ Σεφήκ πασά, που το κληρονόμησε πλέον ο Μουχσίν μπέης).
Από τις 169 συνολικές εγγραφές του 1898 οι 45 αφορούσαν χωράφια και οι 117 οικόπεδα με σπίτια. Οι γιαριτζήδες κατοικούσαν σε 73 σπίτια, δηλαδή αριθμός σταθερός (με ελάχιστη αύξηση) σε σχέση με εκείνα του 1875, ενώ τα σπίτια των αϊλακτσήδων είχαν αυξηθεί σε 44. Τα καταστήματα ίσως να αυξήθηκαν κι αυτά (2 μπακάλικα, χαλβατζίδικο, βαφείο, αχτάρικο, 2 καταστήματα χωρίς αναφορά της χρήσης τους, οπότε μπορεί να έχουν κάποια από τις προαναφερόμενες χρήσεις) και βρίσκονταν στο μεσοχώρι (πλατεία) και γύρω από το κονάκι. Αυτά αποτελούσαν τον πρώτο εμπορικό πυρήνα του χωριού, που σίγουρα εξυπηρετούσε και ανάγκες των διπλανών χωριών.
Σε τυχαίες εκσκαφές έχουν αποκαλυφθεί πηνία πηλοσωλήνων (μάλλον της οθωμανικής περιόδου κατά τις εκτιμήσεις ειδικών) συνδεδεμένα μεταξύ τους, γεγονός υποδηλώνει την ύπαρξη δικτύου ύδρευσης στο χωριό, το οποίο χρήζει ειδικής έρευνας.
Φωτ. 6. Σπίτι κατοίκων του Γιδά των αρχών του 20ού αι.
Τα ραγαζόσπιτα του χωριού επεκτάθηκαν προς τα ανατολικά, «για να είναι μακρυά από το κονάκι». Έτσι ο οικιστικός πυρήνας του χωριού αναπτύχθηκε γύρω από «τ’ Μοσκάθ’κια τ’ βρύσ’». Ειδικότερα η παλιά ξερή κοίτη ποταμού – «τρανή ρούγα» που έφτανε έως εκεί (και συνέχιζε προς το Παλιοχώρι), συναντιόνταν με ένα ρυάκι που έρεε στη θέση της σημερινής οδού 25ης Μαρτίου κι έφερνε νερό από νότο προς βορράν και δημιουργούσε έναν διευρυμένο νερόλακκο (μπουλντούκα) που κρατούσε νερό χειμώνα καλοκαίρι (δηλαδή στο άνοιγμα της σημερινής πλατείας Παπαντώνη). Στο ΝΔ τεταρτημόριο εκείνου του μεγάλου κυκλικού ανοίγματος ήταν το «παπαδάθ’κο» οικόπεδο του παπα-Φίλιππα (και αργότερα του παπ-Αντώνη) Μοσχόπουλου, όπου έγινε η αρτεσιανή «Μοσκάθ’κη βρύσ’» με ένα πουστάβι (μικρή υδατοδεξαμενή-ποτίστρα) σκαμμένο σε αρχαίο πώρινο αρχιτεκτονικό μέλος. Προς ανατολάς δίπλα της ήταν και το δεύτερο χοροστάσι του χωριού. Η βρύση και το χοροστάσι έκαναν τον χώρο εκείνο το μεγαλύτερο «νυφοπάζαρο» του χωριού, το σημαντικότερο σημείο συνάντησης των νέων και τον τόπο για αρκετά «κλεψίματα» κοριτσιών από τους αγαπημένους τους (μαρτυρία Εμμαν. Γρ. Παπαεμμανουήλ).
Ως απώτατη τοπική μνήμη για παλιότερα κονάκια του Γιδά έχει καταγραφεί η προφορική μαρτυρία του Γρηγόρη Αντ. Μοσχόπουλου, (γεννημένου το 1899), ότι υπήρχε ένα παλιό «χαμηλό» κονάκι, προφανώς «τα δωμάτια του σούμπαση» του γέρου Μεχμέτ Σεφίκ πασά, που εφάπτονταν στη νότια πλευρά της τρανής ρούγας (κύριας οδού) του Γιδά (δηλαδή εντός του μετέπειτα υπ’ αρ. 648 οικοπέδου της Ελισσάβετ Τριανταφύλλου, στη θέση όπου αργότερα χτίστηκε το αρτοποιείο του Κελεκίδη, επί της σημερινής οδού Εθνικής Αντίστασης 45, βλ. φωτ. 5).
Στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αι. το (ΠΡΩΤΟ) παλιό διόροφο κονάκι του Μουχσίν μπέη είχε περιέλθει σε άγνωστο Εβραίο, από τον οποίο το αγόρασε ο ηπειρώτης Χαράλαμπος Δούμας. (Ο ιδιοκτήτης προφανώς κατεδάφισε αργότερα το παλιό γωνιακό (ΠΡΩΤΟ) κονάκι σε άγνωστο χρόνο).
Αλεξάνδρεια, 11.3.2024 ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / mosio@otenet.gr