Οι πρώτες πληροφορίες φέρουν τον Αποστόλη Ματόπουλο από τον Γιδά να προσφέρει υπηρεσίες τροφοδότη και αγγελιοφόρου για τα σώματα του Βάλτου. Για τα θέματα της τροφοδοσίας συνεργαζόταν στον Γιδά με τον γαμπρό του Αντώνιο Μοσχόπουλο (μετέπειτα Παπαντώνη). Στην από 30.10.1906 επιστολή του «Τελλίδη» (Άγρα) αναφέρεται ότι: «Βιργινιάρχης [επικεφαλής Κέντρου Βέροιας] μοι γράφει περί τροφοδότου Αποστόλη [Ματόπουλου;] όπως κρατήσω αυτόν εις την υπηρεσίαν μου και να μισθοδοτείται παρ’ εμού […] εγώ δεν τον θέλω […] εις την θέσιν του Αποστόλη θα λάβω τον Μίρκον όστις συνδέεται πολύ μετά του Βέη της Καβάσιλας».
Ο Άγρας όταν μετά την επίθεση στην καλύβα Ζερβοχωρίου [Νοε.1906] ήταν τραυματίας, ασθενής και εξαντλημένος πήγε στην καλύβα Παναγιώτη. Από εκεί με τον «νέο ως 30 χρονών» τροφοδότη Αποστόλη Ματόπουλο από τον Γιδά έστειλε επιστολή προς τον Παπατζανετέα στη Νάουσα, με την οποία του έλεγε: «Αγαπητέ Μανιάτη, μόλις λάβης το γράμμα μου να έρθης αμέσως». Εκείνη η υπηρεσία του Αποστόλη καταγράφηκε στην επόμενη μισθοδοσία «Κατάστασις Μισθού Δεκέμβριος Ιανουάριος [1907] που υπογράφηκε από τον «Τελλίδη» (Άγρα) αναφέρει: «[…] 37) Αποστόλης [Ματόπουλος;] τροφοδότης 2 ½ 2 ½ […]». Επίσης στις 14.3.1907 έγραψε ότι πλήρωσε για: «Ζώνη Ματόπουλου 90 γρ(όσια)».
Κατά τον Αλ. Αναγνωστόπουλο: «[…] στο διάστημα αυτό [Μάρτιο 1907, που ο Νικηφόρος ήταν στην Κουλακιά λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα] άλλος οπλαρχηγός ο εκ χωρίου Γιδά καταγόμενος Καπετάν Αποστόλης Μαντόπουλος, με πολλούς συγχωριανούς του αντάρτας, έδρασαν πλησίον της Θεσσαλονίκης […]».
Η πρώϊμη ένοπλη δράση του φέρεται να ξεκίνησε με την ομάδα του Γκόνου Γιώτα και αργότερα εμφανίσθηκε ως υπαρχηγός του καπετάν Γκόνου (σε χρόνους που δεν μπορούν να προσδιορισθούν επακριβώς). Ήταν επικεφαλής μιας μικρής ομάδας ανταρτών με περιοχή δράσης τα δυτικά περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Στο σώμα του υπηρέτησαν: ο Αργύρης Λαγγόνας από την Κουλακιά, ο Νίκος Σιάνδρης από την Κουλακιά, ο Κούκουλης από τη Μελίκη, ο Γιώργος Ντάλιας από τη Σίνδο, ο Θωμάς Τολιόπουλος από την Τριχοβίστα, ο Γρηγόρης Μπόσκος από το Γκριτζάλι (ψυχογιός του), ο Δημήτριος Βασ. Πολυζόπουλος από το Νησέλι (άγνωστο για ποιό χρονικό διάστημα) κ.ά.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές ελληνομακεδονικό σώμα από ένοπλους ντόπιους χωρικούς, όταν πληροφορήθηκε την εμφάνιση βουλγαρικού σώματος στο χωριό Κουφάλια, πήγε και περικύκλωσε το κρησφύγετό τους. Στη συμπλοκή που επακολούθησε σκοτώθηκαν πέντε κομιτατζήδες, άλλοι πέντε συνελήφθηκαν και άλλοι ανατινάχθηκαν από την ανάφλεξη της δυναμίτιδας και των βομβών τους.
Μετά από εκτίμηση αντικρουόμενων πληροφοριών γίνεται δεκτό ότι το σώμα του καπετάν Νικηφόρου Β΄ προσέβαλε και κατέλαβε τις βουλγάρικες καλύβες «Κορυφή» και «Βόλακα». Κατά τις συμπλοκές εκείνες (Μάϊ.1907) διακρίθηκε το μικρό σώμα του καπετάν Αποστόλη Ματόπουλου από το Γιδά, που είχε δώδεκα άνδρες από την περιοχή του Ρουμλουκιού-Καμπανίας-Γιαννιτσών. Οι άνδρες του εισήλθαν από κάποιον κλάδο (αγώι) του Αλιάκμονα που εξέβαλε στη λίμνη, πλησίασαν τις βουλγάρικες καλύβες σε απόσταση πενήντα μέτρων χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, διότι οι κομιτατζήδες γλεντούσαν και ήταν μεθυσμένοι. Οι Έλληνες πυροβόλησαν ξαφνικά και προκάλεσαν σύγχυση στους αντιπάλους. Όταν οι Βούλγαροι άρχισαν να βγαίνουν, για να πιάσουν θέσεις άμυνας στο πρόχωμα, υπέστησαν απώλειες από τα ελληνικά πυρά που ήταν συγκεντρωμένα στις ανοικτές θύρες των καλυβών. Τότε πληγώθηκε και ο επικεφαλής τους Χρίστεφ. Όσοι απέμειναν από τους αμυνόμενους έβαλαν φωτιά στις καλύβες και έφυγαν, αλλά (μάλλον στην όχθη της λίμνης) δέχθηκαν άλλα πυρά (ίσως από στρατιώτες) και εξολοθρεύτηκαν. Το ελληνικό σώμα είχε δύο νεκρούς (ο ένας, αφού τραυματίσθηκε, έπεσε στο νερό και πνίγηκε). Στα χέρια των ανταρτών βρέθηκαν αρκετά λάφυρα σε οπλισμό (17 όπλα Μάνλιχερ, 4 περίστροφα Σμίθ, 1 Γκρά και 18 γιαταγάνια). Μετά απ’ αυτό οι δύο καλύβες επισκευάσθηκαν και στον μεν καπετάν Αποστόλη ανετέθη η φύλαξη της καλύβας Βόλακα, με συνολική δύναμη 18 ανδρών, στον δε καπετάν Λάζαρο η καλύβα Κορυφή.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Γρηγόριου Α. Μοσχόπουλου οι Τούρκοι του Γιδά φοβόταν λίγο τους αντάρτες, αλλά βασικά ήταν αδιάφοροι για τον αλληλοσκοτωμό τους μέσα στο Βάλτο. Ο ίδιος έχει αναφέρει ότι το 1907 μεταφέρθηκαν με εντολή του Προξενείου (Κορομηλάς – Κάκκαβος) στο Γιδά 150 όπλα Μάνλιχερ από τον καπετάν Αποστόλη Ματόπουλο, τον «γιατρό» Αντωνάκη, τον Γεώργιο Κούγκα (Κική) και τον Αντώνιο Φιλ. Μοσχόπουλο (μετέπειτα παπ-Αντώνη, που μιλούσε τουρκικά, βουλγαρικά και είχε κουνιάδο τον καπετάν Αποστόλη), τα οποία μοιράσθηκαν κρυφά σε κατοίκους του Γιδά, με την εντολή να τα χρησιμοποιήσουν μόνο σε περίπτωση που θα γινόταν κάποια γενικότερη κίνηση απελευθέρωσης. Παρόμοιες ποσότητες όπλων είχαν αποθηκευθεί σε σπίτια κατοίκων και άλλων χωριών της πεδιάδας του Αλιάκμονα, σίγουρα δε στο Κλειδί. Προφανώς τα όπλα που κρύφτηκαν τότε σε σπίτια χωρικών προέρχονταν από αποθήκες του Βάλτου, οι οποίες, μετά την είσοδο των Τούρκων και την αποχώρηση των ελληνικών σωμάτων, δεν παρείχαν πλέον ασφάλεια.