«Και μονομιάς όλα ξεμάκρυναν-μορφές, τα δέντρα, η θάλασσα, πράγματα, γεγονότα, η ποίηση,-πέρα, πιο πέρα, σε μιαν αντίπερα όχθη-τα ‘βλέπε, δεν τα ‘βλέπε. Εκείνα έφυγαν τάχα και τον άφησαν ή αυτός; Ο θάνατος ακίνητος, τον κατοικούσε ως την άκρη των νυχιών. Τις νύχτες άκουγε την πελώρια εκείνη ακινησία εντός του. Ωστόσο, πριν απ’ τον ύπνο και μετά το ξύπνημα, εξακολουθούσε να πλένει ταχτικά τα δόντια του με το παλιό, μαδημένο βουρτσάκι, δείχνοντας άσπρο, βέβαιο, καθαρό, το τελευταίο χαμόγελο του» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Καρκίνος’).
Την Δευτέρα 18 Ιουλίου του 2022, απεβίωσε από καρκίνο ο Ιωάννης Καραούσογλου που διέμενε στο Πλατύ Ημαθίας.
Ο εκλιπών, κατά τη διάρκεια της ζωής του ανέπτυξε μία πλούσια εργασιακή-επαγγελματική δραστηριότητα, όντας εργαζόμενος σε εργοστάσιο στην πόλη της Χαλκίδας και μετέπειτα ιδιοκτήτης εστιατορίων αρχικά στη Νέα Αρτάκη και εν συνεχεία στη γενέτειρα του, Πλατύ Ημαθίας όπου και διέμενε έως το τέλος της ζωής του.
Τον εργασιακό του βίο διέκριναν ο υψηλός βαθμός επαγγελματικής ευσυνειδησίας (ο ίδιος υπήρξε θιασώτης ενός διεκδικητικού συνδικαλισμού που έδινε βάση στην ενίοτε μαχητική υπεράσπιση των εργασιακών συμφερόντων), η έκφραση αλληλεγγύης, και επίσης, η συμπεριφορά, ιδίως όταν έγινε ιδιοκτήτης εστιατορίου, έξω από τους κανόνες που ορίζει η τυπική ή αλλιώς, η αυστηρή σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη και πελατών. Με τον ίδιο να καθίσταται άμεσος, προσιτός και φιλικός.
Με αυτόν τον τρόπο, προϊόντος του χρόνου, απέκτησε την ικανότητα να κατασκευάζει ως ιδιοκτήτης έναν κόσμο ισότητας (μέσα στο εστιατόριο), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Κατερίνας Ροζάκου και του Ευθύμη Παπαταξιάρχη, εκεί όπου, τα βασικά χαρακτηριστικά για την κατασκευή ενός τέτοιου ‘ζωντανού κόσμου’ ήταν το κέρασμα και η σωματική επαφή, ο διάλογος που μπορεί να εξελίσσονταν προς διάφορες κατευθύνσεις.
Ο γράφων, που είναι θείος του εκλιπόντος, δεν επιθυμεί να προσδώσει στο κείμενο του χαρακτηριστικά σκιαγράφησης του κύκλου ζωής του, εξετάζοντας επισταμένως τα διάφορα στάδια του.
Οι επισημάνσεις αυτές όμως έχουν τη δική τους σημασία, από την στιγμή όπου προσφέρουν στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη μία ευρύτερη εικόνα του όσο ήταν εν ζωή, και επίσης, μπορούν να εισαγάγουν σε ό,τι μπορούμε να αποκαλέσουμε (μη καταχρηστικά) ως ηθικό ‘μάθημα ζωής.’
Και αυτό διότι, αντιμετώπισε την σοβαρή ασθένεια του με σθένος, με θάρρος, με υπομονή (για την ακρίβεια, ασκήθηκε στην υπομονή ως βασική αρετή) και με εγκαρτέρηση, παρά τους έντονους σωματικούς πόνους (οι οποίοι βαθύτερα, κατέστησαν κίνητρο ζωής), καταφέρνοντας να διαμορφώσει αυτός και μόνο αυτός, τις συνθήκες του θανάτου του. Ή αλλιώς, τον τρόπο με τον οποίο θα αποβιώσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, όντας ο ίδιος ασθενής, μπόρεσε να συνδέσει την ασθένεια του με οιονεί λειτουργίες διαπαιδαγώγησης, μετατρεπόμενος σε ηθικό υπόδειγμα πριν και μετά τον θάνατο του. ’ Για τον ίδιο όμως, ήρθε μετά από περίπου έναν χρόνο, ο θάνατος. Το τέλος (με την έννοια της παύσης). «Όχι μόνο ένα τέλος ανάμεσα σε πολλά άλλα, το τέλος κάποιου ανθρώπου ή κάποιου πράγματος, εν τω κόσμω, το τέλος μιας ζωής ή ενός ζωντανού πλάσματος», όπως γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά.
Για τον γράφον, ο Γιάννης Καραούσογλου «μέχρι την ύστατη στιγμή παρέμεινε ένας «κύριος-παιδί», σύμφωνα με τη διατύπωση του Αυστριακού συγγραφέα Πέτερ Χάντκε για τον ποιητή Δημήτρη Άναλι, ζώντας (και ας το προσέξουμε αυτό) με την ασθένεια και όχι ‘για την ασθένεια.’
Αυτή είναι και η ύστατη παρακαταθήκη του, με βάση την οποία ήδη αποκτά την θέση του μέσα στην ιστορία. Στην περίπτωση του, την αξιοπρέπεια την κατέκτησε. Και μάλιστα δικαιωματικά. Όπως δικαιωματικά του αξίζει μία θέση στη μνήμη συγγενών και φίλων.
Σίμος Ανδρονίδης