Ανοδικά κατά 10,9% κινήθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Την ίδια στιγμή, οι αποταμιεύσεις των πολιτών σημείωσαν πτώση, καθότι ήταν στο -7,1% κατά το 4ο τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με -6,8% το 4ο τρίμηνο του 2021.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το 4ο τρίμηνο του 2022, το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 10,9% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 31,52 δισ. ευρώ σε 34,94 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθωρισμός για το τρίμηνο Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2022 διαμορφώθηκε στο 8,3% κατά μέσο όρο, κάτι το οποίο συνεπάγεται ότι η άνοδος του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν της τάξης του 2,6% (10,9-8,3) για το τέταρτο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς.
Στον Πίνακα 28 παρουσιάζεται το είδος της βασικής εργασιακής σχέσης υπό την οποία εργάζεται το εργατικό δυναμικό. Παρατηρούμε το πολύ μικρό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στην Γερμανία, μία καθαρά βιομηχανική χώρα, αλλά ακόμη και στην Πορτογαλία το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων είναι πολύ μικρότερο από αυτό της Ελλάδας. Αντίστοιχα πολύ μικρό είναι και στις δύο άλλες χώρες το μερίδιο των οικογενειακών εργατών. Η εικόνα αυτή αντανακλά την κατάσταση που υπάρχει στην Ελληνική οικονομία, η οποία κρύβει μεγάλο μέρος της υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού κάτω από τη μορφή της αυτοαπασχόλησης, είτε του αγροτικού τομέα είτε γενικότερα. Αυτό κατά τη γνώμη μας (Ιωαννίδης, 2013; Ioannides, 2022) αποτελεί ένα ακόμη αδύνατο σημείο της ελληνικής δομής της απασχόλησης, το οποίο συγκαλύπτει την υποαπασχόληση που υπάρχει στην Ελλάδα. Και αυτό συμβαίνει γιατί ένα σημαντικό ποσοστό της αυτοαπασχόλησης στην γεωργία, όσο και σε κάποια άλλα επαγγέλματα είναι μία αναγκαστική και όχι εθελοντική επιλογή για τους αυτοαπασχολούμενους, με στόχο να αποφύγουν την πλήρη ανεργία. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από ότι φανερώνουν οι δείκτες της ανεργίας που αναλύθηκαν στον προηγούμενο Πίνακα 27, τόσο σε σχέση με τις δύο χώρες της σύγκρισης αλλά προφανώς και γενικότερα, αφού η Πορτογαλία είναι η πιο «συγγενής» με την Ελλάδα χώρα ως προς αυτό το θέμα.
Περνάμε στη συνέχεια στη μελέτη της κατάστασης απασχόλησης ανά ηλικιακή ομάδα, εστιάζοντας περισσότερο στις νεανικές ηλικίες που είναι ο κύριος στόχος της έρευνας (Πίνακας 29). Εξετάζοντας τα ποσοστά ανεργίας προκύπτει αρχικά το αναμενόμενο, ότι τα ποσοστά αυτά είναι πολύ χαμηλότερα σε κάθε ηλικιακή ομάδα στη Γερμανία και στην Πορτογαλία συγκριτικά με την Ελλάδα. Ωστόσο παρατηρούμε ότι όχι μόνο τα ποσοστά αλλά και η διαφορά μεταξύ των ηλικιών είναι καλύτερη για την Γερμανία. Δηλαδή οι νέοι/ες είναι σε συγκριτικά καλύτερη θέση ως προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία στην Γερμανία συγκριτικά με την Ελλάδα. Για την Πορτογαλία δε συμβαίνει το ίδιο. Η σχετική θέση των νέων συγκριτικά με τους μεγαλύτερους είναι παρόμοια στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα.
Φυσικά, το σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας της Πορτογαλίας αποκλιμακώνει γρήγορα το ποσοστό ανεργίας όσο μεγαλώνει η ηλικία, κάνοντάς την πολύ πιο ανεκτή από ό,τι στη χώρα μας. Παρατηρούμε επίσης ότι υπάρχουν πολύ υψηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό της Πορτογαλίας σε κάθε ηλικιακή ομάδα, κάτι που μπορεί να αποδοθεί στις καλύτερες συνθήκες στην αγορά εργασίας συγκριτικά με την Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει, όπως αναφέρθηκε και πριν, παρόμοια πολιτιστικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επηρεάζουν το ποσοστό συμμετοχής.
Τελευταίος δείκτης που εξετάζεται είναι αυτός του σχετικού εισοδήματος, όπως εκφράζεται από το δεκατημόριο στο οποίο ανήκει το κάθε άτομο. Οι μέσες τιμές ανά ηλικιακή ομάδα φαίνονται στον Πίνακα 36. Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι οι τιμές αυτές δεν αντανακλούν πλήρως τις εισοδηματικές διαφορές. Κυρίως εμφανίζουν απώλεια πληροφορίας για τα πολύ υψηλά εισοδήματα τα οποία συγκεντρώνονται όλα στο δέκατο δεκατημόριο, ανεξάρτητα του πόσο υψηλά μπορεί να είναι. Ωστόσο η Ε.Ε.Δ. δεν παρέχει περισσότερες πληροφορίες για το εισόδημα των εργαζομένων και μάλιστα αναφέρεται μόνο στο εισόδημα των μισθωτών. Επίσης, οι τιμές αυτές δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη σύγκριση των μισθών μεταξύ διαφορετικών κρατών, αφού κάθε κράτος έχει δέκα δεκατημόρια ανεξαρτήτως του ύψους των αποδοχών σε αυτό. Επιτρέπουν όμως τη σύγκριση της κατανομής των μισθών σε κάθε χώρα μεταξύ ανδρών και γυναικών και ηλικιακών κατηγοριών.
Όπως φαίνεται, οι μισθοί είναι γενικά μεγαλύτεροι για τους άνδρες σε κάθε χώρα, αλλά η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι μεγαλύτερη στην Γερμανία από ότι στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία, που είναι παρόμοια. Φυσικά αυτό δεν είναι απόδειξη για άνιση μισθολογική μεταχείριση και πιθανές μισθολογικές διακρίσεις στη Γερμανία γιατί μπορεί να οφείλεται και στα ατομικά χαρακτηριστικά των ανδρών και των γυναικών (επίπεδο εκπαίδευσης κλπ), ωστόσο αποτελεί σίγουρα μία ισχυρή ένδειξη. Αυτό που επίσης προκύπτει, είναι ότι σε όλες τις χώρες οι νέοι (ειδικά για τις κατηγορίες 20-24 και 25-29 ετών όπου το δείγμα είναι αρκετά μεγάλο) αμείβονται λιγότερο, συγκριτικά με τους μεγαλύτερους. Ωστόσο στην Ελλάδα αυτή η διαφορά είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σύγκριση τόσο με τη Γερμανία όσο και με την Πορτογαλία. Ως προς και αυτό τον δείκτη επομένως, η θέση των νέων είναι χειρότερη στην Ελλάδα συγκριτικά και με τις δύο άλλες χώρες της σύγκρισης.
ΠΗΓΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ(ΟΤ)