Ξεκινά αύριο, Δεύτερα, 5 Φεβρουαρίου, η «μάχη» για να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, με την ακρίβεια να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης, αλλά και με μόλις 120 με 130 ευρώ να χωρίζει το πλαίσιο αυξήσεων που θα αποφασιστεί από την υπουργό Εργασίας στις 22 Μαρτίου, σε σχέση με την κυβερνητική δέσμευση για 950 ευρώ το 2027, αλλά και το 10%, που θα ζητήσει η ΓΣΕΕ που επικαλείται την κρίση ακρίβειας και την υποτίμηση τιμών.
Οι κοινωνικοί εταίροι είναι μοιρασμένοι, όσον αφορά τη διαδικασία διαλόγου, με τις μισές οργανώσεις να ζητούν επαναφορά των διαπραγματεύσεων σε κεντρικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργου Καββαθά ότι «πρέπει να επιστρέψει η διαπραγμάτευση στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, καθώς δεν μπορεί με ξένα κόλλυβα -εννοώντας την κυβερνητική απόφαση- να κάνεις μνημόσυνο».
Υπέρ της διαδικασίας επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στους εταίρους, έχει ταχθεί ο ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΕ, με την κυβέρνηση να μην δείχνει διατεθειμένη να «χάσει το προνόμιο» που καθορισμού των αυξήσεων, μέσα από έναν «ιδιότυπο» διάλογο που γίνεται με τους επιστημονικούς φορείς των εταίρων (ΙΟΒΕ, Ινστιτούτα Εργασίας και ΤτΕ), που επικεντρώνουν στις επιπτώσεις του πληθωρισμού και στις εκτιμήσεις τους για το τρέχον έτος, αλλά και τους παράγοντες που θα καθορίσουν την αύξηση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η νέα αύξηση θα κινείται μεταξύ του 4,5% έως 6%, έτσι ώστε στο ποσοστό αυτό να ενσωματωθεί ο πληθωρισμός αλλά και ένα μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας.
Η ιδιότυπη διαδικασία διαλόγου
Με βάση το χρονοδιάγραμμα, αύριο, Δευτέρα, θα γίνει η αποστολή επιστολής από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης, για την εκκίνηση του διαλόγου, με τη σύνταξη και την υποβολή της έκθεσης να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως τη 19η Φεβρουαρίου.
Θα ακολουθήσει έως την 1η Μαρτίου η διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και της τεκμηρίωσης των διαβουλευομένων, καθώς και της έκθεσης των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (Κ.Ε.Π.Ε.) προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης.
Η επίσπευση των διαδικασιών για το νέο κατώτατο μισθό η αύξηση του οποίου θα ξεκινήσει από τον Απρίλιο, οφείλεται στην έναρξη της τουριστικής περιόδου, ώστε να συμπεριλάβει τις επιχειρήσεις στον τουριστικό κλάδο.
Ο νέος κατώτατος μισθός αναμένεται να κυμανθεί από τα 820 έως τα 830 ευρώ, και σύμφωνα με τους κυβερνητικού υπολογισμούς θα χρειαστούν τέσσερις ετήσιες αυξήσεις έως το 2027 της τάξεως των 40 – 45 ευρώ, ώστε να επιτευχθεί ο προεκλογικός στόχος. Η δέσμευση προβλέπει τη διαμόρφωση του κατώτατου από τα 780 ευρώ στα 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ από τα 1.176,5 ευρώ που είναι σήμερα.
Στο μεταξύ σημαντική ώθηση στους μισθούς δίνει το «ξεπάγωμα» των τριετιών, καθώς εντός του τρέχοντος έτους αναμένεται σε 100.000 μισθωτούς να προκύψουν αυξήσεις της τάξεως του 10%, πέραν της αύξηση που θα δοθεί στον κατώτατο μισθό.
Η «επιστροφή των μισθών» με την αύξηση των μέσων αμοιβών – που προανήγγειλε η κυβέρνηση για την τρέχουσα τετραετία -, προϋποθέτει την αναπροσαρμογή – όχι μόνο του κατώτατου μισθού – αλλά και των υπολοίπων μισθών, στους οποίους – έως τώρα – δεν «περνούν οι αυξήσεις», που δίδονται στα κατώτατα όρια.
Για να επιτευχθεί αυτό – όπως και για να φθάσει ο μέσος μισθός τα 1.500 ευρώ κάτι που προανήγγειλε η κυβέρνηση – θα πρέπει να αποκατασταθεί το νομικό καθεστώς (που κατήργησαν τα μνημόνια), το οποίο ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση για την οικονομία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, παρά τις παρεμβάσεις που έχουν προωθηθεί και τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έχουν ληφθεί για τη μείωσή του πληθωρισμού, εξακολουθεί να υπάρχει έντονη αβεβαιότητα.
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το κύμα της ακρίβειας, στα τρόφιμα, με τον σχετικό δείκτη να δείχνει αύξηση κατά 31,2% στο διάστημα 2020 – 2023. Η εκτίναξη των τιμών βασικών κατηγοριών αγαθών τα τελευταία τρία χρόνια είναι σημαντική για την αξιολόγηση της πτώσης του βιοτικού επιπέδου ευρύτερων κοινωνικών ομάδων εξαιτίας της σημαντικής υστέρησης στην προσαρμογή των ονομαστικών τους αποδοχών.
Μεγάλες αυξήσεις τιμών παρατηρούνται στο σύνολο σχεδόν των βασικών κατηγοριών, όπως στις «Μεταφορές» (21,1%), «Στέγαση» (20,3%), «Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες» (16,1%), «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» (15,2%) και «Ένδυση και υπόδηση» (11,6%). Αντίθετα, μονοψήφιος ήταν ο ρυθμός αύξησης στις κατηγορίες «Υγεία» (8,4%), «Εκπαίδευση» (6,7%), «Άλλα αγαθά και υπηρεσίες» (6,3%),«Αναψυχή και πολιτιστικές δραστηριότητες» (5,2%) και «Αλκοολούχα ποτά και καπνός» (4,8%), ενώ «Έλαια και λίπη» (87,4%), «Λαχανικά» (35,2%), «Γαλακτοκομικά και αυγά» (33,8%), και «Κρέατα» (31,2%), έπληξαν ισχυρά τα μεσαία και κατώτατα εισοδηματικά στρώματα.