Γράφει η Λίνα Τουπεκτσή
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις συνεχίζονται και ένα από τα βασικά αιτήματα των αγροτών και γενικότερα των ανθρώπων του πρωτογενούς τομέα είναι η στήριξη της εγχώριας παραγωγής και η πάταξη των αθρόων εισαγωγών που παρανόμως ελληνοποιούνται επιφέροντας ζημίες στην ελληνική οικονομία και θέτοντας σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.
Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς προϋποθέτει την αυτορρύθμιση και λειτουργεί με βάση τους νόμους της ζήτησης και της προσφοράς, χωρίς κρατικές ρυθμίσεις. Το επιχείρημα υπέρ της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι το ίδιο το σύστημα αναγκάζει τις επιχειρήσεις να προστατεύουν τους καταναλωτές, να παρέχουν ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές. Επίσης το παραπάνω σύστημα συμβάλλει στην δημοκρατία της αγοράς αφού ο καθένας επιλέγει ελεύθερα τι να παράγει ή να καταναλώνει, συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και τη διαφάνεια, εξασφαλίζει ανταγωνιστικές αγορές, ενώ οι καταναλωτές καθορίζουν ποια προϊόντα ή υπηρεσίες έχουν ζήτηση, δημιουργώντας υγιή ανταγωνισμό.
Στον αντίποδα βρίσκεται η άποψη ότι οι κυβερνητικοί κανονισμοί είναι απαραίτητοι για την προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος θεωρώντας ότι οι εταιρείες δεν έχουν ως προτεραιότητα τους το κοινό συμφέρον. Υποστηρίζουν ότι ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον δημιουργεί συνθήκες επιβίωσης των ισχυρότερων, οδηγώντας τις επιχειρήσεις να αγνοούν την ασφάλεια του κοινού για να αυξήσουν τα αποτελέσματα τους, ενώ ο πλούτος δεν κατανέμεται ισομερώς. Η απληστία και η υπερπαραγωγή κάνουν την οικονομία να έχει διακυμάνσεις που κυμαίνονται από την ισχυρή ανάπτυξη έως την καταστροφική ύφεση.
Η Ελλάδα είναι μια μικτή οικονομία όπου η ελεύθερη αγορά και η κυβέρνηση διαδραματίζουν διαφορετικούς ρόλους. Μια ρυθμιζόμενη οικονομία προστατεύει τους καταναλωτές και το περιβάλλον και διασφαλίζει τη σταθερότητα της αγοράς. Ωστόσο, η ρύθμιση μπορεί να δημιουργήσει γραφειοκρατία και δυσλειτουργίες ενώ επιτήδειοι εκμεταλλεύονται τα κενά για να κερδοσκοπήσουν εις βάρος της οικονομικής ανάπτυξης.
Ειδικά στον πρωτογενή τομέα το αυξημένο κόστος παραγωγής οδήγησε τον Έλληνα παραγωγό σε μείωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα το κενό που δημιουργήθηκε να το καλύψουν οι ελληνοποιήσεις και οι εισαγωγές, προσφέροντας προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας.
Φέτος τον Ιανουάριο για παράδειγμα οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών στη χώρα μας αυξήθηκαν 31%. Αντίστοιχα φαινόμενα αντιμετωπίζουν οι κτηνοτρόφοι με την ελληνική αγορά να εισάγει βόειο κρέας σε ποσοστό περίπου 80 %, ενώ στο αγελαδινό γάλα οι εισαγωγές ανέρχονται σε ποσοστό 60%.
Οι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται το κενό στην αγορά πραγματοποιώντας ενδοκοινοτικές αποκτήσεις και διαθέτοντας προϊόντα στην ελληνική αγορά έχοντας υπεξαιρέσει το ποσό του οφειλόμενου ποσού Φ.Π.Α., καθώς τον έχουν εισπράξει από τους πελάτες, αλλά δεν τον καταβάλουν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Το κράτος συνεπώς χάνει έσοδα, οι Έλληνες αγρότες πλήττονται και οι καταναλωτές αγοράζουν ως ελληνικά προϊόντα άγνωστης προέλευσης και ποιότητας εισαγόμενα προϊόντα.
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων και άλλες διατάξεις» κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και η κυβέρνηση καταβάλει αποδεδειγμένα κάθε προσπάθεια για να προστατεύσει τον Έλληνα αγρότη. Πρέπει όλοι μαζί να ευαισθητοποιηθούμε, παραγωγοί, καταναλωτές και ελληνική πολιτεία και με κοινή προσπάθεια να πατάξουμε το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων, να στηρίξουμε την ελληνική παραγωγή και να προστατέψουμε την δημόσια υγεία και το περιβάλλον.