Ο Κ. Μπουκουβάλας – καπετάν Πετρίλος εγκαταστάθηκε αρχικά στον Κάτω Βάλτο (ανάμεσα στο Πλατύ και το Κλειδί) με στόχο να επηρεάζει τα χωριά ανατολικά της λίμνης των Γιαννιτσών, συνεπικουρούμενος και από μικρό απόσπασμα υπό τον Δράγα (Κακουλίδη). Επιθέσεις του σώματος Πετρίλου έγιναν κατά κομιτατζήδων των χωριών Ζορμπά, Γκόλο-Σέλο, Κουφάλια. Φαίνεται πως η εφαρμογή των οδηγιών του Κέντρου, οι περιοδείες και οι επιθέσεις του Μπουκουβάλα στο Ρουμλούκι- Καμπανία απέδωσαν καρπούς, διότι τότε «εφανατίσθησαν εις την Ελλάδα ιδίως τα προς Ανατολάς της Λίμνης χωρία». Επιστολές υποταγής έστειλαν στον Πετρίλο στις 3.7.1905 το χωριό Καϊλή, στις 19.7.1905 το χωριό Τσοχαλάρ, στις 7.8.1905 το χωριό Κιρτζαλάρ (όταν ο Πετρίλος βρισκόταν στην Κουλακιά), στις 15.8.1905 το χωριό Σάριτσα (όταν ο Πετρίλος βρισκόταν στην Γιαντσίδα).

Ο Μπουκουβάλας έλαβε διαταγή από το Κέντρο να διώξει τους Βουλγάρους από την οχυρή καλύβα του Τσέκρι. Κάλεσε τους υπαρχηγούς του και κατέστρωσαν το σχέδιο της επίθεσης, σύμφωνα με το οποίο ο Βασιλάκης με δεκαπέντε άνδρες θα επιτίθετο από τη μία πλευρά, ενώ οι Ι. Χαϊδεμενάκης και Γρηγ. Παπαδάκης με είκοσι πέντε άνδρες περίμεναν από το αντίθετο σημείο, ώστε να θέσουν τους υπερασπιστές της καλύβας ανάμεσα σε δύο πυρά. Όμως, όταν τα χαράματα πλησίασαν με τις πλάβες την καλύβα Τσέκρι, ο Χαϊδεμενάκης είδε τον βοεβόδα που πλενόταν, τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Ο πυροβολισμός και οι φωνές του βοεβόδα ξύπνησαν τους Βουλγάρους που άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά από τα οποία σκοτώθηκε ο Μακεδόνας Νικολάου. Δόθηκε λυσσαλέα τρίωρη μάχη, οι άνδρες του Μπουκουβάλα τρείς φορές επιχείρησαν να καταλάβουν την καλύβα, αλλά αποκρούσθηκαν, διότι έφθασαν ενισχύσεις από άλλες βουλγαρικές καλύβες. Οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν και την άλλη μέρα το πρωί επιτέθηκαν με πείσμα, κατέλαβαν την καλύβα και ανάγκασαν τους Βούλγαρους να φύγουν. Κι οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες, ενώ μόνο στο πάτωμα της καλύβας βρέθηκαν δέκα νεκροί Βούλγαροι και δύο Έλληνες. Το απόγευμα όμως οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την καλύβα, διότι δέχθηκαν πυρά από το πυροβολικό του στρατού. Επανήλθαν όμως το επόμενο πρωϊνό και έκτοτε αυτή η καλύβα κατέστη ο σημαντικότερος ελληνικός προμαχώνας της ανατολικής πλευράς της λίμνης, αναγκάζοντας τους Βουλγάρους να απομακρυνθούν σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Όταν εγκαταστάθηκαν βρήκαν γύρω από το πάτωμα τρία πτώματα Ελλήνων, το ένα ανήκε σε ογδοντάχρονο, το δεύτερο σε νεανίσκο, που ήταν και τα δύο καρατομημένα στον τράχηλο και το τρίτο σε νεαρό άνδρα καταλογχισμένο. Οι αντάρτες τα περισυνέλεξαν, τα μετέφεραν στο Νεοχώρι, όπου τα παρέδωσαν στους κατοίκους για ενταφιασμό.
Επίσης του έδωσαν εντολή εξόντωσης συμμμορίας ληστών στην περιοχή Κολινδρού: «Την εξόντωσιν ταύτης θα εμπιστευθής εις τον υπαρχηγόν σου, όστις θα παραλάβη μαζί του τον Τζόλαν Περήφανον [από τον Γιδά], Δημήτριον Καρχάλαν [από το Τσινάφορο] ή Αντώνιον Μιχόπουλον και Αλέξανδρον Αναγνωστούδι [από την Κουλακιά]. Εάν ίδης ότι προτιμούν να υπάγουν μόνοι των στείλε τους άνευ τον υπαρχηγόν σου. Θα μεταβώσιν εις το Μοναστήριον της Συκιάς [Μονή Αγίων Πάντων], όπου θα τους αναμένη ο ηγούμενος, όστις θα τους παραδώση σχεδόν εις τα χέρια των τους ληστάς. Διά να μεταβώσιν εις το Μοναστήριον θ’ αναμένωσιν άνθρωπον, όστις θα έλθη να τους παραλάβη εκ του Τσινάφουρνου [Πλάτανου Ημαθίας]. / Θα σου αποστείλω μερικούς άνδρας διότι εξασθένησες πολύ. Αναμένω τ’ αποτελέσματα της ερχομένης νυκτός. / Σε φιλώ / Προμηθεύς / 1/9/905».
Παράλληλα ο Πετρίλος έφτιαξε νέα καλύβα, την Κρυφή ή Κρυφιά. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Χριστόδουλου Τσόχα «Ο Αρχηγός μου μού είπε: Διάλεξε τρία άλλα παλληκάρια, όποια σ’ αρέσουν και θα πας στο βάλτο των Γιαννιτσών, στο χωριό Λιανοβέρι, θα βρείς τον Πρόεδρον και θα συγκεντρώσεις τις βάρκες της περιοχής. Αμέσως διάλεξα τα παλληκάρια και νύκτωρ ξεκίνησα διά την αποστολή μου. Επραγματοποίησα την εντολήν και μετά έκαμα μια κρυφή καλύβα. Πρώτοι αντάρται που πάτησαν εκεί ήμουν εγώ και τα τρία παλληκάρια. Η δράσις της κρυφής καλύβας ήταν ορμητήριον διά την απελευθέρωση της περιοχής και σήμερον η τοποθεσία αύτη λέγεται «κρυφή καλύβα».
Μάλλον τον Οκτώβριο του 1905 ο Γκόνος Γιώτας και οι άνδρες του τάχθηκαν υπό τις διαταγές του αρχηγού Πετρίλου. Ο Μπουκουβάλας, παρά τον ελλιπέστατο ανεφοδιασμό του, που ανάγκαζε τους άνδρες του να κυκλοφορούν ρακένδυτοι και σχεδόν ξυπόλητοι, με οπλισμό που υστερούσε του αντίστοιχου των αντιπάλων τους, ανέλαβε μαζί με τον Γκόνο να προετοιμάσει σταδιακά το έδαφος και να αποκτήσει ερείσματα στις καλύβες Τσέκρι, Αλή και Λάκκα. Αφοσιωμένοι χωρικοί άνοιξαν απαραίτητους καινούργιους διαδρόμους στους καλαμιώνες, εκεί όπου οι κομιτατζήδες δεν τους περίμεναν καθόλου. Το Προξενείο είχε πάντα στόχο την εμφανή δράση ελληνικού σώματος στην περιοχή του Γκόλο Σέλο και στη βόρεια ακτή της λίμνης. Αυτή τη δράση ανέλαβε ο Γκόνος, ο οποίος αφηγήθηκε ότι: «[…] Παραλαβών δε δέκα εκ των ανδρών αυτού [Πετρίλου] επετέθην εκ δευτέρου κατά του χωρίου Γκόλο-Σέλο, ενώ συνέλαβον ζώντας τους τρείς φανατικοτέρους Βουλγάρους προύχοντας του διαμερίσματος εκείνου Διονύσην Τσέκρελην, Βασίλην και Πέτρον Αρσενλήν, προς αντεκδίκησιν των οποίων εφόνευσαν τον μόνον εν αυτώ Έλληνα επιστάτην Λεωνίδαν».
Ο Γκόνος στη συνέχεια, κατ’ εντολή του Κέντρου διέλυσε το αποτελούμενο από Γκέκηδες σώμα του και αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη και το Προξενείο. Κατά την διάρκεια της απουσίας του ο αρχηγός Πετρίλος έλαβε απατηλές υποσχέσεις από τους αιχμάλωτους Γκολο-Σελίτες και τους απελευθέρωσε, γεγονός που ήταν ολέθριο για το σώμα Ρουμλουκίου και την περιοχή. Οι κομιτατζήδες αρχικά είχαν φοβηθεί τη δράση του ελληνικού σώματος, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους απελευθερωθέντες ότι επρόκειτο για δύναμη μόνο δεκατριών ανδρών, αποθρασύνθηκαν και αντεπιτέθηκαν. Έκαψαν εξήντα καλύβες αλιέων, για να μη βρίσκει η ελληνική δύναμη καταφύγια, ενώ κατέλαβαν έξι καλύβες και οχυρώθηκαν σ’ αυτές. Συνέλαβαν τέσσερις ελληνίζοντες χωρικούς από το Ζορμπά και τους σκότωσαν. Έχοντας μάθει ότι ο Γκόνος είχε κρύψει τριάντα όπλα με ανάλογα φυσίγγια στην κατοικία του στο Πλούγαρ (πλησίον Αγ. Λουκά Πέλλας) πήγαν και την κατέστρεψαν, αλλά βρήκαν μόνο τρία όπλα.
Ο Λ. Κορομηλάς ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών με επιστολή του την 1.11.1905 ότι ο αγώνας στην περιοχή των Γιαννιτσών κλιμακώθηκε επικίνδυνα. Μετά τον αρχικό τρόμο των Βουλγάρων, που νόμιζαν ότι η λίμνη Γιαννιτσών κατεχόταν «από εκατοντάδες Ελλήνων ανταρτών», όταν πείσθηκαν ότι ο αριθμός των Ελλήνων ήταν μικρός, άρχισαν να πιέζουν ξανά τα χωριά. Εισήλθαν στη λίμνη, αλλά δεν συνάντησαν έλληνες αντάρτες, οι οποίοι για κάποιες μέρες κρύβονταν αναστέλλοντας τη δραστηριότητά τους. Οι άνδρες του σώματος Ρουμλουκίου προσπαθούσαν να αποφύγουν τους 340 στρατιώτες του Γκαλήπ πασά, που είχαν αποσταλεί από τη Θεσσαλονίκη με τραίνο στο Γιδά για να τους καταδιώξουν και από τις 24 έως τις 27.10.1905 στρατονίζονταν στην περιοχή και ερευνούσαν εξονυχιστικά πολλά σπίτια χωρικών. Τότε οι οθωμανοί στρατιώτες προσπάθησαν να καταδιώξουν τα σώματα ακόμη και μέσα στη λίμνη διεισδύοντας σ’ αυτήν με βάρκες θωρακισμένες, αφού σύμφωνα με έγγραφο του «Ζώη» (προ μηνός περίπου από την 20.12.1905) «μετεχειρίσθησαν μεταλλικά προασπίσματα, άτινα ετοποθέτουν επί των λέμβων, αλλά δεν ήσαν καθόλου πρακτικά».
Όλα αυτά ενθάρρυναν ακόμη περισσότερο τους Βούλγαρους και σε μία εβδομάδα σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν περίπου δεκαπέντε Έλληνες και Οθωμανοί στην περιοχή των Γιαννιτσών. Όταν κομιτατζήδες συνάντησαν στη λίμνη δύο αλιείς από τους Αγίους Αποστόλους, σκότωσαν τον έναν και απήγαγαν τον άλλον. Εξαφανίσθηκαν επίσης πέντε άτομα από το Γκόλο Σέλο και άλλα τρία από τα Γιαννιτσά που είχαν επανέλθει στην πατριαρχική πλευρά. «Η απόγνωσις κατέχει τους πάντας, ένεκα της μεγίστης εκτάσεως της λίμνης είναι αδύνατον να προφυλάξη πραγματικώς τους κατοίκους ο καπετάν Πετρίλος […]. Ελπίζω να λάβη πάντα τα κατάλληλα μέτρα».-
Φωτ. Καλύβα στον Βάλτο (Βαφείδης 1968, σ. 35)
Αλεξάνδρεια, 29.3.2025 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / mosio@otenet.gr