Η κυβέρνηση σήκωσε προεκλογικά την «παντιέρα» αύξησης του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ μέχρι το 2027. Αν και κάτι τέτοιο δε μπορεί να συμβεί με κάποια υπουργική απόφαση (όπως στην περίπτωση του κατώτατο), εντούτοις ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να υποσχεθεί ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, κυρίως λόγω της ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ και της αύξησης των επενδύσεων. Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, η αύξηση του μέσου μισθού θα τροφοδοτείται από τις αναπροσαρμογές του κατώτατου μισθού, από το “ξεπάγωμα” των τριετιών μέσα στην 4ετία αλλά και από την υπογραφή ολοένα και περισσότερων κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων κάτι που έχει αρχίσει να συμβαίνει. Η τετραετία θα περιλαμβάνει ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, με έναρξη τα μέσα του 2024 με στόχο το καλοκαίρι του 2027, ο κατώτατος μισθός να έχει ήδη αναρριχηθεί στα 950 ευρώ.
Ο ΟΤ απευθύνθηκε σε τρεις επιφανείς οικονομολόγους, προκειμένου να καταθέσουν την άποψή τους για το αν είναι δυνατή η πραναφρθείσα άνοδος του μέσου μισθού, εν μέσω μεγάλων πληθωριστικών πιέσεων και εκτεταμένης ακρίβειας που εξανεμίζουν τα εισοδήματα.
Πελαγίδης: Για να αυξηθεί ο μισθός πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα
«Το ζήτημα είναι περισσότερο περίπλοκο, ωστόσο οπωσδήποτε ο στόχος είναι ευκταίος. Είναι ευκταίος μεταξύ των άλλων, καθώς ένας χαμηλός, με περιορισμένη αγοραστική δύναμη, μισθός, δεν ευνοεί τις επενδύσεις καθώς οι επιχειρηματίες προτιμούν τον φθηνό συντελεστή εργασίας από εκείνον του σχετικώς ακριβού κεφαλαίου» αναφέρει στον ΟΤ ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης, συμπληρώνοντας ότι «Στην αγορά εργασίας επίσης ρόλο θα παίξει η διαθεσιμότητα της ποσότητας της εργασίας. Εάν αυτή είναι περιορισμένη, το γεγονός αυτό θα ωθήσει σε αύξηση των ονομαστικών και των πραγματικών μισθών. Αυτό πάλι μπορεί να αφορά συγκεκριμένες ειδικότητες στην αγορά εργασίας και όχι το σύνολο της. Για παράδειγμα την ανειδίκευτη εργασία, πράγμα το οποίο συμβαίνει σήμερα».
Ακόμη ο κ. Πελαγίδης επισημαίνει πως «Στις σημερινές πάντως πραγματικές συνθήκες όπου υπάρχει οπωσδήποτε ανάγκη για αύξηση των εισοδημάτων, επικρατεί το λεγόμενο «αποτέλεσμα αντικατάστασης», δηλαδή περισσότεροι εργαζόμενοι θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας εφόσον δουν ότι οι μισθοί ανεβαίνουν και επομένως αξίζει τον κόπο να εργαστούν σε σχέση με την εναλλακτική της σχόλης ή των επιδομάτων».
Και καταλήγει: «Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να αυξηθεί ο πραγματικός μισθός, ceteris paribus, πρέπει οπωσδήποτε να αυξηθεί η παραγωγικότητα μέσω των επενδύσεων σε φυσικό κεφάλαιο. Η αύξηση των πραγματικών μισθών στην αγορά προκύπτει από την αύξηση της παραγωγικότητας».
Βέττας: Οι κρίσιμες πλευρές του προβλήματος
Από τη πλευρά του ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Βέττας αναφέρει ότι «Η ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών είναι πάντα κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής και, ακόμη περισσότερο, σε μία οικονομία που υποβιβάστηκε έντονα στην κρίση χρέους και υστερεί σε σχέση με την λοιπή ευρωζώνη. Ο στόχος που έχει τεθεί για αύξηση σε σημαντικό βαθμό στην τετραετία είναι θεμιτός, ιδίως καθώς προχωρά η μείωση της ανεργίας, όμως υπάρχουν κρίσιμες πλευρές του προβλήματος».
Παράλληλα τονίζει με νόημα: «Αρχικά, οι αυξήσεις μισθών δεν μπορεί να γίνονται, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, με διοικητικά μέτρα. Ειδικότερα, εάν οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και στον δημόσιο τομέα καθοριστούν υπέρμετρα, αυτές μπορεί βραχυχρόνια να παρασύρουν και άλλους μισθούς, οδηγώντας όμως τελικά σε στρεβλώσεις, ανισορροπίες και αδύναμα πραγματικά εισοδήματα», ενώ προσθέτει πως «Μια στενά σχετιζόμενη παράμετρος είναι αυτή του πληθωρισμού. Εφόσον δεν μειωθεί συστηματικά, ακόμη και αν οι ονομαστικοί μισθοί προσαρμόζονται, η βλάβη σε μία οικονομία χαμηλής ανταγωνιστικότητας, όπως η δική μας, θα είναι μεγάλη και το κόστος θα το πληρώσουν κυρίως όσοι έχουν χαμηλή εξειδίκευση και αμοιβές».
Τέλος, σημειώνει ότι «η αύξηση των μέσων αμοιβών δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και μετατόπιση της εργασίας σε θέσεις υψηλότερης αξίας. Η ουσιαστική σύγκλιση των μισθών με αυτούς σε περισσότερο ανεπτυγμένες οικονομίες προϋποθέτει και τη συνολική σύγκλιση της δομής της οικονομίας, ώστε σταδιακά ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να αφορά καινοτόμες και ανταγωνιστικές δραστηριότητες» και καταλήγει: «Συνεπώς, η πολιτική αύξηση μισθών, σε πραγματικούς όρους, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από μια διαδικασία αναπτυξιακής αναβάθμισης της οικονομίας συνολικά».
Γκόγκας: Δεν είναι δυνατή μια αύξηση στα 1.500 ευρώ
»Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για κατώτατο μισθό στα €950 και μέσο μισθό στα €1500 είναι φυσικά σε πρώτη ανάγνωση θετικές. Αυτό γιατί δείχνουν να αποδέχονται την αποτυχία των πολιτικών που έφεραν σοβαρά προβλήματα στα νοικοκυριά με την σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου που πλέον δεν αφορά μόνο τα κατώτερα εισοδηματικά κλιμάκια αλλά αφορούν αυτό που εγώ ονομάζω 90% των πολιτών», τονίζει ο Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης Περικλής Γκόγκας.
Ακόμη, συμπληρώνει: «Βέβαια, από τη μια η αναγκαιότητα αυξήσεων των μισθών είναι επιτακτική για να αποφευχθεί η μόνιμη κατάρρευση των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικά τάξεων αλλά από την άλλη πρέπει να είναι βιώσιμη μεσομακροπρόθεσμα. Βρισκόμαστε πλέον σε μια οικονομία διχοτομημένη, δύο ταχυτήτων: τους μικρομεσαίους μισθωτούς και επιχειρηματίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και τα υψηλά εισοδήματα που ευημερούν», προσθέτοντας ότι «Καταρχάς, η πλειοψηφία όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό εργάζονται σε ατομικές ή μικρές επιχειρήσεις οι οποίες και δέχονται ανισομερή πίεση τα τελευταία χρόνια από την ακρίβεια, το κόστος ενέργειας και την φορολογία».
Έπειτα, σύμφωνα με τον κ. Γκόγκα «η ονομαστική μόνο αύξηση των μισθών δεν φαίνεται να μπορεί να καλύψει την μείωση της αγοραστικής δύναμης αυτών που αμείβονται με τον κατώτερο και μέσο μισθό, καθώς ο πληθωρισμός επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει πολύ σημαντικά αυτούς τους εργαζόμενους».
Και υμπληρώνει: «Σύμφωνα με τα παραπάνω, ακόμα και αν ο κατώτατος μισθός στα €950 είναι εφικτός -γιατί αναγκαίος είναι σίγουρα- έχω τις αμφιβολίες μου για τη δυνατότητα υλοποίησης χωρίς την καταστροφή μικρών επιχειρήσεων».
Επιπρόσθετα σημειώνει: «Επίσης, υπάρχουν σημαντικές διαφορές, ανάμεσα στον κατώτατο και μέσο μισθό. Ο πρώτος μπορεί να νομοθετηθεί και να οριστεί εξωγενώς από την κυβέρνηση. Ο μέσος μισθός προσδιορίζεται ενδογενώς από την οικονομία και δεν δείχνει σε καμία περίπτωση να είναι δυνατή μια αύξηση κατά 38% από τα €1090 στα €1500. Επιπλέον, ο μέσος μισθός κρύβει σημαντικές εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα σε αυτούς που βρίσκονται στα κατώτερα -που είναι η μεγάλη πλειοψηφία- και ανώτερα όρια μια διαφορά που δείχνει να αυξάνεται».
Οι πραγματικές συνθήκες και ο ΟΟΣΑ
Σε κάθε περίπτωση, βασικό ζήτημα αποτελεί η επιμονή του πληθωρισμού που οδηγεί σε μειώσεις των πραγματικών αποδοχών. Η κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζει ότι έχουν αυξηθεί οι ονομαστικοί μισθοί τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, στα τελευταία επικαιροποιημένα στοιχεία του ΟΟΣΑ (8 Ιανουαρίου 2024) αποτυπώνεται ότι οι μισθοί στην Ελλάδα μειώθηκαν – σε πραγματικό επίπεδο – κατά το 2022. Όπως αποκαλύπτει ο Οργανισμός η χώρα μας αποτέλεσε ένα πεδίο συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων κατά την πρώτη περίοδο της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΟΣΑ σε σταθερές τιμές προκύπτει πως οι μισθοί μειώθηκαν κατά την τελευταία 5ετία. Από τα 17.994 το 2017 σε 16.174 ευρώ κατά το 2022! Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα ήταν 16.174 ευρώ πρόπερσι όταν το 2018 ο ονομαστικός μισθός ήταν 16.028 ευρώ και σε σταθερές τιμές 2022 ήταν 17.164 ευρώ, ήτοι μεγαλύτερος. Πάντως, μεγάλη είναι η διαφορά από το 2021 προς το 2022, καθώς από τα 17.220 ευρώ οι μισθοί μειώνονται στα 16.174 ευρώ.