Μνια μέρα μη πχιαν η Μήτσιους κι μη λιέη: «Τζιώλα ηγώ αγαπώ τναξαδερφης τβαγγηλιώ, μα αυτή δε του ξερ. Τι να κάνου; Τι να κάντς: « Γράψτη ένα γράμμα κι φέρτου θα του δώσου ηγώ».
Έγγραψη η Μήτσιους του γράμμα κι μη τόφηρη να του δώσου τβαγγηλιώ. Τνιέγραψη η Μήτσιους: «Βαγγηλιώ όταν ση λόιασα στου γάμου που ήμασταν μαζί να ξερς σιαγάπσα τόσου πουλύ που ση θυμούμη ντάιμα, κι ανηλνώ για σένα. Μήτσους».
Τόδουσα ζβαγγηλιώ του γράμμα κι του διάβαση κι αν φανή ηντάξ η Βαγγηλιώ του έγραψη κι αυτή: «Μήτσιου, το γκαίλέ που εχς για μένα, έχου κι γω μα για άλλουν όπους ανηλνάς για τη μένα ετς κι γω ανηλνώ για άλλουν, γι’αυτό Μήτσιου καλός ήση, βγιο εχς, παλάισξ λαμνιά.
Μη πουλά δέουντα, Βαγγηλιώ». Μη τόδουση η Βαγγηλιώ του γράμμα κι τόδουσα στου Μήτσιου να του διαβάση, κι μη λιέη: «Δε ήταν τυχηρό να γήνουμη σόι Τζιώλα, τώρα μόνου η θχιά η Πουληξέν μας ξυπλιέν αυτήν παντρέβ, κτσι, στραβή, κι μένα δε θα βρει μνια»; Κι γω τουν λιέου: « Μη στηναχουριέση Μήτσιου, ούτη η πρώτους είση, ούτη η τηλιφτέους, πουλιές αγάπης σι’αυτόν τουν ντουνιά χάθκαν , αλ’ αγαπχιούνταν χρόνια κι τηλιφταία χώρζαν δεν ήταν του τυχηρό».
Πέρασαν χρόνια κι μνια μέρα ανταμουσάμη παλ μη του Μήτσιου κι μείπη: «Τζιώλα τβαγγηλιώ ακόμα τναγαπώ» κι γω τουν λιέου: « Ετς είνη Μήτσιου, όσα χρόνια κι αν πηράσν η πρώτους η έρουτας μπουρί να καταλήγ στου γάμου μα δε ξηχνιέτη καμνιά φουρά».