Η Νηκουλάκς τράκα είχη πρόβατα κι ήθηλη τσιουμπάνου κι ήπαν του Τζιώρτζιου. Συμφώνησαν κι πχιάσκη.

Για 6 μήνης άκουγη η θχιά η Λυσσάβου ότι τρώη πουλί αλλα δε του πίστηβη.
Τουν βαζ τπρώτ μέρα ψουμί και τυρί, του βραδ άδιους η τρουβάς. Τνάλ τμέρα πχιο πουλί, του βραδ πάλη άδιους η τρουβάς.
Λίεη του Νηκουλάκ η Λυσσάβου: «Νηκουλάκ πουλί ψουμι τρώη η τσιουμπάνους, τουν βάζου μέχρι μισό ψουμί και δεν φερν πίσου ντήπ». Λιέη η Νηκουλάκς: «Μισό ψουμί τρώη; Τόσου πουλί;». «Νιε μισό ψουμί». «Οχ μωρέ θα δην κι τα σκλιά».
Έρχητη του Σαββάτου κι φκιαν 3 πίτης κι μνια γαλόπιτα, γιατί ήταν κι νταίφάς, μηγάλ οικουγένεια, ήχη και 5 πηδιά κι έπρηπη μα φαν.
Όταν έβγαλη τσπίτης απ’ του φουρνου τσάβαλη μνια απάν τσνάλ κι τγαλόπιτα χουριστά.
Ήφηρη τα πρόβατα η Τζιώρτζιους κι θχια Λυσσάβου τουν λιέη: «Τζιώρτζιου ημής θα πάμη στου γάμου ήση άμα θελτς να φας έχου πίτης μέσα, φάη όσου θέλτς, έχου κι γαλατόπιτα ηκήν τνιέχου χουριστά». «Καλά θχια Λυσσάβου κι ‘σεις να πηράστη καλά στου γάμου». «Ηυχαριστώ».
Λιέη η θχια Λυσσάβου κι έφυγη για του γάμου. Πάεν κι αρχήντση τσπίτης η Τζιώρτζιους, τρώη τμνια, τρώη τδεύτητη, αρχηνάη κι τρήτ, σκέφκη ότι έχ κι γαλατόπιτα, τρώη τμισή απού τντρητ κι τρωη κι την γαλατόππιτα κι βαζ τα ταψιά του ένα απάν στου άλλου.
Απάν έβαλη αυτό του ταψί που είχη τμισή πίτα. Όταν γύρσαν απ’ του γάμου του βράδυ η θχα Λυσσάβου παένκι βλιέπτα ταχιά, σκον του μησάλ βλιέπ του ταψί μισό λιέη μη τουν νουτς: «Ρε του θηρίου μισή πίτα έφαη» κι πάη κι κοιμήθκη.
Του προυή σκώθκη κι ΄ήπη να τουν τρουβαδιάς κι να τουν βαλ πίτα. Όταν παένκι κοιτάει του ταψί του βλιέπ άδιου κι του άλλου άδιου κι γαλατόπιτα όλο φαγουμέν, μόνου του μισό του ταψί άφση. «Νηκουλάκ, Νηκουλάκ, που είση έλα ιδώ γλήγουρα».
Παέν η Νηκουλάκς κι τουν λιέη: Θες να μαθς πόσου τρωη η Τζιώρτζιους; Να διες, διομς πίτης κι μνια γαλατόπιτα , τρισίμς ταψιά έφαη, διώξτουν γλήγουρα».
Να κι η Τζιώρτζιους ηκήν τνώρα κι τουν λιέη η θχια Λυσσάβου: «Καλλα ρε Τζιώρτζιου τρώη η κόσμους αλλά οχ κι έτς».
«Δε φταίου ηγώ θχιά Λυσσάβου, ησή φτες». «Ηγώ φταίου;» «Νιέ, ησή». «Γιατί φταίου ηγώ;» «Φταίς ησή γιατί μήπης: Τζιώρτζιου ήδω έχου τσπίτης, φάη όσου θέλτς. Κι ηγώ έφαγα, αλλά, άφσα κι μισή πίτα κι για σας.