Η Τζιώρτιους τΛιάκου και η Νικόλας η Ζαήμς φιλ αχώριστ.
Η Τζώρτζιους ήταν πουλύ πηραχτήρ κι καλαμπουρτζής, η Νικόλας γήγνη παπάς, αλλά μη του Τζιώρτζιου δε χουρνούσαν.
Η Παπανικόλας ήταν μόλαβος κι προσπαθούση να ταχ καλά μι όλου του κόσμου κι όλου ήληγη: «Τώρα να ζγων του Πάσχα ησείς οι γνιέκης να πείτη τσάντρισας να έρχουντη τσνακλησιά, όχι μόνο ησείς»; Πάη η Μαρίκα Τζιώρτζιου τσνακλησιά κι του μησμέρ που έκατσαν να φαν είπη η Μαρίκα: «Τζιώρτζιου σήμηρα είπη η Παπανικόλας τώρα που θα νηστέψουμη για του Πάσχα είπη να παέντη κι σεις στνκλησιά».
«Ετς είπη η Παπανικόλας»; Λιέη η Τζιώρτζιους, «να νηστεύουμη κι να παένουμη τσνακλησιά;
Γιατί Μαρίκα αυτός ηπειδή γήγνη παπάς νηστέβ». «Εμ δε νηστέβ»; Λιέη η Μαρίκα. «Καλά θα ση πω ηγώ αν νηστέβν οι παπάδης». Τμηγάλ Τητάρτ αρμέγ τγάλα η Τζιώρτζιους κι λιέη τμαρίκα.
«Μαρίκα φκιάστου όλου γιαούρτ». «Μηγάλ βδουμάδα πχιος θα φάη γιαούρτ». «Ηγώ κι η Παπανικόλας».
«Σιγά που θα αρτηθή η παπάς τμηγάλ τνηβδουμάδα». «Φκιάστου ειδή κι θα δης». Έφκιαση του γιαούρτ η Μαρίκα, η Τζιώρτζιους παέν στου σπίτ τπαπά: «Παπανικόλα, ε Παπανικόλα».
«Ε», φουνάζ η παπάς. «Έλα ση θέλου». Βγιέν η παπάς όξου και λιέη: «Τι μη θέλτς Τζιώρτζιου»;
«Να θέλου να πάμη μέχρι του σπίτ του θκομ, είνη ανάγκ». «Θαρτς»;
Πήγαν στου σπίτ Τζιώρτζιου. Λιέη στμαρίκα:
«Μαρίκα βάλη μνια τσιανάκα γιαούρτ φέρη και ένα χλιάρ κι τουν παπά φέρτουν πιπιργιές τουρσί αυτός νηηστέβ».
Παέν μνια τσανάκα γουμάτ γιαούρτ κι ένα πχιάτου πιπιργιές καφτιρές. Μη τπρώτ χλιαργιά τάχα του έπηση του χλιάρ, φουνάζ: «Μαρίκα, φέρη ένα χλιάρ γιατί μέπηση κατ του χλιάρ», φερν η Μαρίκα του χλιάρ, έφυγη η Μαρίκα.
Τουν δην του χλιάρ τουν παπά. «Τ΄ρωη, τουν λιέη η Τζιώρτζιους, είνη βοδίσιου του γιαούρτ». «Οχ Τζιώρτζιου νηστέβου».
«Φάη τώρα πχιος θα ση δη, άμα ακούσουμη ότι έρχητη η Μαρίκα είση βάλη μνια πιπιργιά στου στόμα».
Ζήληψη η παπάς , περν του χλιάρ κι αρχήντσαν να τρων μη τδεύτηρη χλιαργιά φουνάζ η Τζιώρτζιους: «Μαρίκα φέρη ένα μησάλ για τουν παπά».
Η παπάς να μην τουν δη η Μαρίκα ότι τρώη γιαούρτ βαζ τπιπιργιά στου στόμα. Αφήν του μησάλ η Μαρίκα φευγ πάλι.
Η παπάς είχη κατακαεί αρχήντση να τρώη πάλι γιαούρτ. «Μαρίκα που είση»; «Ηδώ». «Φέρη μνια μπαμπέτσα νηρό».
Η παπάς κρυβ του χλιαρ κι βαζ τπιπιργιά στου στόμα. Μα τα μάτχια τπαπάέβγαζαν σκαντζήθρης απ’ του κάμιψου.
Τότα λιέη η Τζιώρτζιους: «Μαρίκα κάτση κι ση ηδώ να μας κάντς παρέα σήμηρα μηγάλ Τητάρτ δε δλιέβ η κόσμους».
Έκατση η Μαρίκα μα η παπάς τι να καν, που να φάη γιαούρτ μπρουστά τσμαρίκα.
Έτρουγη πιπιργιές κι πήρη κουντάτμπαμπέτσα μη του νηρό, τότη ιέη η Τζιώρτζιους: «Αντη παπά μπηζμπηζέ ήμηστη βγαλ του χλιάρ κάτ απ’ του ράσου κι τρώη γιαούρτ, η Μαρίκα δε θα πη ση κανιέναν, κι κλειν του ματ τμαρίκα».
Τότη λιέη η Παπανικόλας: «Τζιώρτζιου αυτό του χουνέρ που μ’ έφκιασης μη τσκαφτηρές τσπιπιργιές ούτη μη πέντη τσιανάκης γιαούρτ κι ένα μπαμπάτσης νηρό δεν σβην του φουλτάκισμα του έχ του στόμαμ»