«Εγώ δεν ξέρω από υπολογιστές. Είμαι 72 ετών. Ούτε η γυναίκα μου ξέρει. Ευτυχώς έχω τον γιο μου και ασχολείται. Οι υπόλοιποι ηλικιωμένοι, αν έχουν παιδιά, καλώς. Αν δεν έχουν ή δεν είναι εδώ και δουλεύουν κάπου αλλού, έχουν προβλήματα».
Ο Βασίλης Τσιώκος είναι συνταξιούχος αγρότης. Ζει στη Λυγαριά, έναν οικισμό 11 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Τρικάλων.
Τόσο ο ίδιος όσο και οι ηλικιωμένοι, στην πλειοψηφία τους, κάτοικοι των ορεινών χωριών του νομού πραγματοποιούσαν επί χρόνια τις συναλλαγές τους στα τραπεζικά υποκαταστήματα που βρίσκονταν στη γειτονική Πύλη.
Πλέον όμως, όπως λέει, στην κωμόπολη των περίπου 4.000 κατοίκων δεν υπάρχει κανένα τραπεζικό υποκατάστημα, παρά μόνο ATM.
Ως εκ τούτου, για να εξυπηρετηθούν οι κτηνοτρόφοι και οι συνταξιούχοι του ορεινού όγκου πρέπει είτε να μεταβούν στα Τρίκαλα είτε να εξασκηθούν στην ηλεκτρονική τραπεζική.
Για τους περισσότερους, το πρώτο φαντάζει το μοναδικό ρεαλιστικό πλάνο.
«Από τα χωριά του ορεινού όγκου τα Τρίκαλα απέχουν ακόμα και 50 χιλιόμετρα. Και επειδή δεν έχουν όλοι οι κάτοικοι αμάξι ούτε υπάρχει τακτική συγκοινωνία προς όλα τα χωριά, πολλές φορές χρειάζεται κάποιος να τους μεταφέρει. Αλλος μετακινείται με τα παιδιά του, άλλος με οποιονδήποτε βρει. Ζητά ως χάρη από κάποιον τρίτο να τον πάει ως την τράπεζα», περιγράφει.
Το 13% των νοικοκυριών δεν έχει πρόσβαση στο Ιντερνετ
Ο Βασίλης Τσιώκος και πολλοί ακόμα κάτοικοι ορεινών, αγροτικών και νησιωτικών περιοχών συγκαταλέγονται στους χαμένους, τρόπον τινά, της ψηφιακής μετάβασης.
Στους ανθρώπους που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη ραγδαία μετατόπιση πολλών λειτουργιών της καθημερινής ζωής από το φυσικό στο ψηφιακό σύμπαν.
Και στη χώρα μας είναι πολλοί: σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Eurostat, η Στερεά Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης όσον αφορά τις ευρωπαϊκές περιφέρειες των οποίων οι κάτοικοι ηλικίας 16 έως 74 ετών δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το Ιντερνετ, με 2 στους 10 κατοίκους της (το 20,3% του συνόλου) να μην έχει εισέλθει ποτέ στο Διαδίκτυο.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση η Καλαβρία της Ιταλίας με 18,7% και στην τρίτη θέση η βόρεια περιφέρεια της Πορτογαλίας με 17,8%.
Βάσει άλλης έκθεσης της Eurostat, το 2023 τα χαμηλότερα ποσοστά πρόσβασης των νοικοκυριών στο Διαδίκτυο μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναφέρθηκαν από την Ελλάδα (πρόσβαση 87%), τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία (89%), ενώ μεγάλο είναι και το ψηφιακό χάσμα μεταξύ πόλεων και χωριών (14% περισσότεροι χρήστες στις ελληνικές πόλεις από ό,τι στην ύπαιθρο).
Την ίδια χρονιά το χαμηλότερο ποσοστό χρηστών του Διαδικτύου αναφέρθηκε από τη Βουλγαρία (80%), την Κροατία (83%) και την Ελλάδα (85%).
Οπως, άλλωστε, προκύπτει από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Κομισιόν για το 2022, στοιχεία του οποίου έχει επεξεργαστεί το ΕΛΙΑΜΕΠ, μόλις το 52% του πληθυσμού στην Ελλάδα κατείχε τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ μόνο 1 στα 5 ελληνικά νοικοκυριά έχει πρόσβαση σε σταθερό δίκτυο πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN).
Με βάση την παραπάνω εικόνα και με δεδομένη την ταχύτατη ψηφιοποίηση σειράς λειτουργιών, από κρατικές υπηρεσίες μέχρι τράπεζες, γεννάται το ερώτημα: Ποιοι είναι και πώς βιώνουν τον ταχύτατο εν εξελίξει μετασχηματισμό οι «χαμένοι» της ψηφιακής μετάβασης;
Χιλιόμετρα για επίσκεψη σε τράπεζα
Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι κυρίως κάτοικοι χωριών και κωμοπόλεων είναι το κλείσιμο υποκαταστημάτων τραπεζών.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, το 2022 τα τραπεζικά καταστήματα είχαν μειωθεί σε 1.483 από 1.981 το 2018.
«Σε μικρούς νησιωτικούς, ορεινούς και περιφερειακούς δήμους το να μην υπάρχει υποκατάστημα ΕΛΤΑ ή τραπεζών είναι αρνητική εξέλιξη», λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ Λάζαρος Κυρίζογλου, καθώς πολλοί κάτοικοι δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν online συναλλαγές.
«Ενας παππούς ή μια γιαγιά των οποίων τα παιδιά ζουν στις μεγάλες πόλεις ή στο εξωτερικό, που είναι μόνοι τους και δεν έχουν κανέναν, δεν ξέρουν πώς να χειριστούν την τεχνολογία και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν», περιγράφει, τονίζοντας ότι η ταχύτητα με την οποία τρέχει η ψηφιακή μετάβαση έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να την παρακολουθήσει το σύνολο του πληθυσμού.
«Η ψηφιακή μετάβαση είναι καλή όταν υπάρχει ανάπτυξη και νέος κόσμος. Εδώ ο πληθυσμός είναι γερασμένος και η νεολαία έχει φύγει», σημειώνει από την πλευρά του ο δήμαρχος Τριφυλίας Γιώργος Λεβεντάκης.
Ο ίδιος φέρνει ως παράδειγμα την πόλη των Φιλιατρών, στην οποία, παρότι αποτελεί οικονομικό κέντρο για την αγροτική παραγωγή, δεν υπάρχει κανένα υποκατάστημα τράπεζας σε λειτουργία.
Τα προβλήματα που, όπως καταγγέλλει ο δήμαρχος, συχνά καταγράφονται και στη λειτουργία των ATM κάνουν την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη.
Ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών συχνά μετακινούνται ως την Κυπαρισσία ή και την Καλαμάτα.
«Τα προβλήματα είναι ακόμα μεγαλύτερα για τους ηλικιωμένους που δεν γνωρίζουν από ηλεκτρονική τραπεζική. Ζητούν από τα παιδιά τους να τους μεταφέρουν, πάνε με ταξί ή παρακαλάνε κάποιον τρίτο. Στέλνουμε κι εμείς τη Βοήθεια στο Σπίτι. Πρόκειται για μια κατάσταση απαρχαιωμένη», συνεχίζει.
Πρέπει να πάνε σε άλλα νησιά
Τα πράγματα, όμως, είναι ακόμα χειρότερα για τους νησιώτες. Στη Σίφνο το 2021 έκλεισαν τα υποκαταστήματα δύο εκ των τριών τραπεζών που λειτουργούσαν στο νησί.
Αποτέλεσμα, όπως περιγράφει η δήμαρχος του νησιού Μαρία Ναδάλη, οι κάτοικοι να πρέπει να μετακινηθούν σε άλλα νησιά για να εξυπηρετηθούν – οι πελάτες της μιας τράπεζας στη Σέριφο και της άλλης στη Μήλο.
«Μετακινούνται κάθε ηλικίας άνθρωποι. Και εγώ προσωπικά όταν είχα πρόβλημα με την κάρτα μου το καλοκαίρι έπρεπε να πάω στη Μήλο», σημειώνει.
Εσχάτως στο νησί των Δυτικών Κυκλάδων έχει προκύψει πρόβλημα και με την έκδοση των νέων ταυτοτήτων, καθώς στη Σίφνο δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα αλλά αστυνομικός σταθμός.
Ως αποτέλεσμα, μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα, για να εκδώσουν και να παραλάβουν τη νέα ταυτότητα οι κάτοικοι πρέπει να ταξιδέψουν δύο φορές στη Μήλο.
Σχολιάζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στις συναλλαγές τους οι κάτοικοι περιοχών στις οποίες κλείνουν τραπεζικά υποκαταστήματα, ιδίως οι ηλικιωμένοι, η γενική διευθύντρια της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών Χαρούλα Απαλαγάκη υποστηρίζει ότι «οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμπολίτες μας έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν τις σημαντικότερες τραπεζικές εργασίες σε ΑΤΜ (ιδίως καταθέσεις, αναλήψεις, πληρωμές)».
«Ασφαλώς η εξοικείωση της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας με τη χρήση των λοιπών μέσων εξυπηρέτησης (πέραν των όσων γίνονται, όπως εδώ και χρόνια, σε φυσικά καταστήματα ή ATM) αποτελεί μέλημα και κάθε τράπεζας – μέλους χωριστά, και της ίδιας της ΕΕΤ», προσθέτει, υπογραμμίζοντας ότι «μία από τις δράσεις μας για το α’ εξάμηνο του 2024 θα είναι συνέδριο χρηματοπιστωτικού εγγραμματισμού, που θα περιλαμβάνει εκτός των άλλων και τους μεγαλύτερης ηλικίας συναλλασσομένους».
Κακοσχεδιασμένα συστήματα και μετέωρα βήματα
Ο φρενήρης ρυθμός της ψηφιακής μετάβασης θέτει ζητήματα περιθωριοποίησης τμημάτων του πληθυσμού που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Οπως προειδοποιούσε τον Ιούλιο του 2021 με σχετική του μπροσούρα το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, «άτομα που δεν έχουν πρόσβαση σε ψηφιακές τεχνολογίες, τις απαραίτητες γνώσεις, τις ικανότητες και δεξιότητες για πλοήγηση σε αυτά τα δίκτυα μπορεί να παραμείνουν στο περιθώριο μέσα σε ολοένα και πιο ψηφιοποιημένες κοινωνίες».
«Ζούμε μια μετάβαση η οποία δεν είναι καλά σχεδιασμένη» λέει στα «ΝΕΑ» ο Χρήστος Ξενάκης, καθηγητής στο Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Πειραιά.
«Κλείνουν υπηρεσίες και αντικαθίστανται από κακοσχεδιασμένα συστήματα, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μένει μετέωρος».
Ο ίδιος τονίζει την ανάγκη να υπάρξουν μετρήσεις και δεδομένα ώστε να αποτυπωθεί με ακρίβεια το σημείο στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά την ψηφιακή μετάβαση.
«Να δούμε ποιο ποσοστό των ανθρώπων μπορεί να μπει στις νέες ψηφιακές υπηρεσίες. Ποιοι μπορούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις με ευκολία, ποιοι δυσκολεύονται και πόσο, ώστε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα» προτείνει.
Απαιτείται χρόνος και προσπάθεια
Φέρνοντας ως παράδειγμα μια προσωπική οδύσσεια για online ανανέωση διπλώματος οδήγησης, ο Χρήστος Ξενάκης εξηγεί ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στο user acceptance, στη διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες είναι κοντά σε αυτό που μπορεί να κάνει ο μέσος χρήστης, αλλά και στην κυβερνοασφάλεια.
«Γιατί αν οι χρήστες έχουν κακή εμπειρία από την online εξυπηρέτηση θα συνεχίσουν να μεταβαίνουν στο φυσικό σημείο», κάτι που είναι αρνητικό για τη διαδικασία της ψηφιακής μετάβασης, τους ίδιους τους υπαλλήλους, ακόμα και το κυκλοφοριακό σε μεγάλες πόλεις, όπως η Αθήνα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά ξεκαθαρίζει ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός πρέπει να προχωρήσει, και μάλιστα γρήγορα, ενώ υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα έχουν ήδη γίνει μεγάλα βήματα, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι σε καλύτερη θέση από κράτη όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία.
Η αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, στην οποία ήδη έχει προχωρήσει η πλατφόρμα του gov.gr, αλλά και πιθανώς η δημιουργία ενός τηλεφωνικού κέντρου εξυπηρέτησης των συναλλασσομένων με το Δημόσιο θα μπορούσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση μείωσης του ψηφιακού χάσματος.
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι απαιτείται χρόνος και προσπάθεια για την αφομοίωση των βημάτων που έχουν ήδη γίνει.
Οπως θέτει το ζήτημα ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ, Λάζαρος Κυρίζογλου, «στις αλλαγές πρέπει να υπάρχει μια ομαλή μετάβαση» προκειμένου «να μη σπάσει ο συνεκτικός ιστός που κρατά κάποιους ανθρώπους στον τόπο τους».
Γιατί, όπως καταλήγει χαρακτηριστικά, «αν δεν έχεις σχολείο, ΕΛΤΑ, τράπεζα και άλλες υπηρεσίες, στο τέλος δεν μας φταίει ο κακός μας ο καιρός για την ερήμωση της υπαίθρου».