Το 1843 κτίσθηκε ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Γιδά. Ο νέος ναός βρισκόταν ανάμεσα σε κοίτη ή σε παλιομάνα του Αλιάκμονα (σημερινή οδός οδός Εθνικής Αντίστασης) και σε μία χαμηλή χωμάτινη τούμπα (στο σημερινό Επισκοπείο). Από μη προσδιορίσιμο χρονικό σημείο στην καινούργια εκκλησία τελούνταν ονομαστό πανηγύρι διάρκειας δεκαπέντε ημερών, που συγκέντρωνε το θρησκευτικό και εμπορικό ενδιαφέρον τόσο των γύρω χωριών του κάμπου, όσο και της ευρύτερης μακεδονικής ενδοχώρας, γεγονός που συνέβαλε στην δεδηλωμένη ακμή του Γιδά.
Σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας της 23.8.1926 :
«ΓΙΔΑΣ.- Eξαιρετική όσο και μεγαλόπρεπη εορτάσθηκε κι εφέτος η ετησία εμποροπανήγυρις στο Γιδά. Η συρροή της κοσμοπλημμύρας υπήρξε προτοφανής. Οι καμπάνες της εκκλησιάς κτυπούσαν χαρωπά και κόσμος πολύς έτρεχε να προσκυνήση.
Από το πρωΐ της Κυριακής η κεντρική πλατεία είχε μεταμορφωθεί τελείως σε μία καινούργια αγορά. Τα προαύλια των κ. Σίψια και Δούμα επλημμύριζαν από τα πρόχειρα τοποθετημένα διάφορα υφάσματα και ψιλικά. Εστήθησαν τραπέζια και καρέκλες από τους προχείρους μικροπωλητάς, οι λατέρνες, οι λοτταρίες, οι κουλουρτζήδες, οι καραμελάδες, όλοι εκείνοι οι «ποιούντες οίκον εμπορίου, τον οίκον του επουράνιου πατρός» είχαν συναχθεί εκεί από νωρίς.
Εκεί βιαστικές και γρήγορες ντυμένες με κομψότητα οι γυναίκες και τα κορίτσια με την χωρικήν των ενδυμασίαν, με το τσεμπέρι και τις μπιμπίλες και τις γαρνιρισμένες περικεφαλαίες από όλην την περιφέρειαν του Γιδά, ακόμη από την Θεσ/νίκην, από την Βέροια και την Νάουσαν, όλα τα κορίτσια του λαού, ντυμένα κι εκείνα με το απαραίτητον «μεταξωτόν», περπατούσαν καμαρωμένα ανάμεσα στο πλήθος.
Ο ήλιος έστελνε τις φλογερές του ακτίνες σ’ όλο το πλήθος και η σκόνη εσκέπαζε με το βρωμερό της σύννεφο τον κόσμο. Οι αρμόδιοι δεν εφρόντισαν να καταβρέξουν λιγάκι και η σκόνη είχε κι αυτή τον θρίαμβό της, μαζύ με τους πανηγυριώτας. Οι «ζουρνάδες» με το απαραίτητον νταούλι άναβαν τα μεράκια, που αρκετά τα είχαν ανάψει ο ήλιος, οι λατέρνες και η θέα των κοριτσιών με το τρίο των κοντών-μαλλιά, φουστάνια και μανίκια κοντά-τρίο αρμονικό και αρκετά αποκαλυπτικό!… που άλλοτε αποκαλύπτει ωμορφιές και άλλοτε … αηδίες!…
Όλες και όλοι σχεδόν έκαμαν την εμφάνισίν τους στο μοναδικό, σε εγχώριο χρώμα και ποίηση, πανηγύρι του Γιδά. Αργά τη νύκτα εξακολουθούσε το γλέντι και ο κόσμος αραιωμένος τώρα απελάμβανε την δροσιά κι’ άκουε το παίξιμο μιάς λατέρνας στη ταβέρνα του κ. Ν. Λαφαζάνη και το παθητικό τραγούδι το «Πάν οι ελπίδες …», που κάποιος νεαρός είχεν αρχίσει να τραγουδή.
Μέσα στην μεγάλη πλατεία η νύχτα είχε σκορπίσει τα σκότη της και ο συνωστισμός της ημέρας είχε παύσει. Μια παρέα γλεντζέδων ξεφαντώνει από την νταβέρνα του κ. Λαφαζάνη αποτελουμένη από τους κ. κ. Νικ. Αντ. Νούτσον, Μιχ. Εξάρχου, Δημοσθένην Ξυδόπουλον, Λεων. Καρανίκαν, Θωμάν Κούγκαν, Νεοκτ. Παπαδόπουλον, Νικ. Μπουράτσην και τον υποφαινόμενον, και υπό τους ήχους μιας λατέρνας αρχίζουμε τας επισκέψεις. Τελευταίως καταλήξαμε το σπήτι του κ. Θωμά Κούγκα [σημερινή οδός Σχολείων 53], όπου τύχαμε την καλλίτερη περιποίησι εκ μέρους της δ)δος Ελένης. Εκεί έξω στον αυλόγυρο στην ησυχία της καλοκαιρινής νύκτας και υπό τους ήχους της λατέρνας η παρέα χορεύει, γλεντά, πίνει, διασκεδάζει.
Είχε ξημερώσει πειά και οι καμπάνες της εκκλησιάς ξαναχτυπούσαν πάλιν. Η παρέα διαλύεται, ενώ το πανηγύρι αρχίζει πάλιν με την ίδια ζωηρότητα. Η αμαξοστοιχία φθάνει και νέοι πανηγυριώται μας επισκέπτονται πάλιν. Εξ αυτών διακρίνομεν τους εκ Βερροίας τον κ. Δημήτριον Ρ΄μιον μετά της μνηστής του δος Μαρίκας Κουλιό, τον κ. Ι. Τριανταφύλλου μετά της αδελφής του δος Ευαγγελίτσας, εκ Θες)νίκης τους κ.κ. Αλέξ. Δούμαν, Ιω. Δέλιον, Ν. Καψάνην και τα δ)δας Μερόπην Ανδρεοπούλου, Νίτσαν Καψάνη και την κ. Τζώρτζη μετά της μικρούλας θυγατρός της δος Έλλης, εκ Λιμπανόβου τον κ. Νικόλαον Εξαρχόπουλον, τον κ. Θωμάν Μοσχόπουλον και τον κ. Χαρ. Μπρουσκελίδην μετά της μικρούλας δος Μαρίας Πετσίδου και της κ. Ελένης Μπρουσκελίδου, εκ Ξεχασμένης τον κ. Αντώνιον Μπιδέρην, Ν. Χαδόλιον και πολλούς άλλους, εκ Θεσσαλονίκης και Βερροίας που τα ονόματά των μας είνε άγνωστα. / Ν.Ε.».
Σύμφωνα με την από 9.8.1997 ηχογράφηση της Φώτως Μπογιατζή (το γένος Σωτηρίου Γκλίτζιου και Αικατερίνης Κυριαζοπούλου, που γεννήθηκε το 1926), όταν γιόρταζε η Παναγία, από την παραμονή ερχόταν λίγοι μπαϊάδες (υπαίθριοι πωλητές) στον περίβολο της εκκλησίας. Στην ανατολική πλευρά της γινόταν παζάρι με γελάδια, άλογα, πρόβατα, που αργότερα εξελίχθηκε σε ζωοπανήγυρη. Όποιος ήθελε να πουλήσει ζώα τα πήγαινε και τα έδενε εκεί (ήταν τσαΐρ τότε).
Από την παραμονή όλα τα σπίτια του χωριού ήταν καθαρά, οι αυλές σκουπισμένες, τα μπρόστεια χρισμένα. Ο οντάς στολισμένος με τις μαξιλάρες γύρω γύρω και με τις πετσέτες κρεμασμένες στα καρφιά. Οι νοικοκυρές ανταγωνίζονταν ποιά θα είχε να παρουσιάσει την καλύτερη πετσέτα υφασμένη στον αργαλειό και κεντημένη. Αυτά ήταν τα λούσα του σπιτιού. Όσοι είχαν συγγενείς από χωριά έφερναν και φιλοξενούσαν κορίτσια για να κάνουν χουσμέτια (δουλειές) και για να γίνουν τα συνοικέσια. Μαζεύονταν κόσμος από όλα τα χωριά του κάμπου και τα σπίτια του Γιδά ήταν γεμάτα από συγγενείς. Την παραμονή γίνονταν η λειτουργία και μόλις τελείωνε, δεν έβγαζαν την εικόνα (για περιφορά), δεν έκαναν τίποτα.
Ανήμερα πήγαιναν οι «αφεντάδες» (οι άντρες) στην εκκλησία. Όταν τελείωνε η λειτουργία σχηματίζονταν παρέες έως είκοσι άντρες που έπαιρναν όργανα (ζουρνάδες και νταούλια) και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Εκεί οι γυναίκες στολισμένες με σαϊάδες τους περίμεναν και τους δέχονταν με καλωσορίσματα και ευχές για χρόνια πολλά. Έβγαιναν τα κορίτσια που είχαν φέρει από τα χωριά, κερνούσαν τους επισκέπτες με τους δίσκους και στη συνέχεια χόρευαν με τα όργανα. Φυσικά έτσι ξεκινούσαν τα παντρολογήματα. Μάλιστα όταν διαδίδονταν ότι σε κάποιο σπίτι είχε έρθει ένα πολύ όμορφο κορίτσι (όπως εκείνη η Χρυσούλου απ’ το Λιανοβέργι), έτρεχαν όλα τα παιδιά του χωριού να την δούν και να την γνωρίσουν. Στη συνέχεια η παρέα με τα όργανα έπρεπε να πάει στα σπίτια όλων των ατόμων της συντροφιάς και σε κάθε σπίτι γίνονταν τα ίδια καλωσορίσματα, κεράσματα και γλέντια.
Σύμφωνα με αφήγηση του πατέρα μου, Δημήτριου Μοσχόπουλου, ο παππούς μου Τζόλας Λιότσας [κατά την ταυτότητα Γεώργιος Μοσχόπουλος], έσφαζε μία παλιοπροβατίνα, την έψηνε και ανήμερα της Παναγίας δέχονταν τα ξαδέρφια του, τον Νίκο Τριανταφυλλόπουλο απ’ το Νησέλι και τον Στεφανή Γερακόπουλο από την Κορυφή. Κάθονταν στον ίσκιο ενός δένδρου και όλη μέρα έπιναν μια γκαζίνα ρακί και ξεκοκάλιζαν την προβατίνα. Αργά το απόγευμα ξεπροβοδούσε τα ξαδέρφια του για τα χωριά τους.-
Αλεξάνδρεια, 12.8.2024 ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ mosio@otenet.gr / 6977336818