Σύμφωνα με το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης η ανεργία στην ευρύτερη περιοχή της πόλης εκτιμάται ότι διαμορφώνεται 2% παραπάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι με την επίσημη ανεργία στην Ελλάδα λίγο κάτω από το 9%, το αντίστοιχο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη είναι κοντά στο 12%, σαφώς κατώτερο από την πραγματική ανεργία που πάντα έχει υψηλότερους δείκτες από την επίσημη. Η ανεργία, όπως ακούστηκε και στην Βραδιά Ανέργων που οργάνωσε το ΕΚΘ ενόψει της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας, διότι στην πραγματικότητα είναι πολλά προβλήματα μαζί. Εγείρει οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, αφού ο άνεργος δεν υπολείπεται μόνο εισοδημάτων, αλλά βρίσκεται στο περιθώριο, καθώς η εργασία καταλαμβάνει στις μέρες μας περίοπτη θέση ανάμεσα στα αγαθά της καθημερινότητας. Και μπορεί οι ρομαντικοί άλλων καιρών να επέμεναν ότι η δουλειά προέρχεται από τον όρο δουλεία και επομένως καλό είναι να την αποφεύγει κανείς, αλλά στον 21ο αιώνα η εργασία συνιστά καθοριστικό παράγοντα ελευθερίας για τον άνθρωπο, αφού του επιτρέπει να παραμένει οικονομικά ενεργός.
Με αυτά τα δεδομένα η καταπολέμηση της ανεργίας δικαίως αποτελεί πολιτική προτεραιότητα για όλες τις κυβερνήσεις. Πρόκειται για θέμα πολύπλοκο. Από τη μια πλευρά έχουμε σημαντικό αριθμό Ελλήνων που καταγράφεται επισήμως σε λίστες ανεργίας. Από την άλλη οι ελλείψεις εργαζομένων τόσο σε δουλειές που απαιτούν εξειδίκευση, όσο και σε εργασίες που απευθύνονται σε ανειδίκευτους, είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Ακριβώς για να καλυφθεί αυτό το κενό το ελληνικό κράτος προσπαθεί να προσελκύσει επίσημα κι οργανωμένα εργατικά χέρια και μυαλά από το εξωτερικό, ενώ πρόσφατα ξέσπασε πολιτική θύελλα από την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να εντάξει στην επίσημη απασχόληση ανθρώπους, οι οποίοι εδώ και χρόνια βρίσκονται παράτυπα -και παράνομα- στην Ελλάδα.
Οι εξηγήσεις για το γεγονός ότι καταγράφεται μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στους επισήμως ανέργους και την ανεκπλήρωτη προσφορά εργασίας είναι πολλές. Κάποιοι επιμένουν να εργάζονται αφανώς και να εισπράττουν μαύρες αμοιβές, διότι πιστεύουν ότι αυτό τους εξυπηρετεί και τους συμφέρει. Πολλοί ανάμεσά μας αποφεύγουν σκληρές εργασίες, όπως είναι οι αγροτικές δουλειές, ο τουρισμός και η εστίαση, οπότε οι θέσεις παραμένουν κενές. Και κάποιοι άλλοι εργαλειοποιούν την ανεργία τους για να δουλέψουν στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με παράγοντες που παρακολουθούν στενά τα θέματα των ανέργων στη Θεσσαλονίκη, πολλοί απορρίπτουν τις προσωρινές, εποχικές ευκαιρίες και δυνατότητες απασχόλησης τόσο λόγω των συνθηκών (πολύωρη εργασία, χαμηλές αμοιβές, δύσκολες συνθήκες κλπ.), όσο και για να μη χάσουν την ιδιότητα (!) του μακροχρόνια ανέργου. Κάπως έτσι -και μένοντας εκτός εργασίας για δύο, τρία ή και περισσότερα χρόνια- μπορούν πιο εύκολα να συμπεριληφθούν ανάμεσα σε όσους κατά καιρούς προσλαμβάνονται στο δημόσιο -από τους δήμους, μέχρι τα νοσοκομεία και αλλού- σε πρώτη φάση με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κυρίως 8μηνες. Από εκεί και πέρα -κατά τους γνωρίζοντες- έχει ο… Θεός! Διότι με μια πρώτη σύμβαση στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα εργάζεται κανείς με υποχρεώσεις και αμοιβές δημοσίου, ενώ πολύ συχνά οι συμβάσεις ανανεώνονται, τροφοδοτώντας την προσδοκία της τελικής δικαίωσης, που δεν είναι άλλη από την δι’ οποιουδήποτε τρόπου μονιμοποίηση ή… συνταξιοδότηση. Πρόκειται στην ουσία για μία πολύχρονη… επένδυση, που μπορεί να οδηγήσει στον παράδεισο, μπορεί και όχι. Αλλά τι να γίνει; Οι επενδύσεις έχουν τα ρίσκα τους!
Πρόκειται για αυτονόητα αυτοκτονική συμπεριφορά, την οποία όμως υιοθετούν πολλοί μακροχρόνια άνεργοι, οι οποίοι βγαίνουν από την… κυκλοφορία για κάποια χρόνια και γι’ αυτό μετά είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν σε κανονικές εργασιακές συνθήκες. Ενδέχεται, βέβαια, στο ενδιάμεσο να κάνουν «μαύρα» μεροκάματα, κάτι που επίσης ενέχει κινδύνους. Μόνο που το πρόβλημα -διότι περί προβλήματος πρόκειται- δεν είναι δικό τους. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται εκείνοι βρίσκουν πόρτες και παράθυρα και επιλέγουν να μπαινοβγαίνουν στην αγορά εργασίας και στην καθημερινότητα με τον δικό τους τρόπο. Το πρόβλημα είναι της πολιτείας, που νομοθετεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, ενώ διαθέτει μεγάλα κονδύλια για την ανακούφιση των ανέργων, αλλά δε φροντίζει εκτός από τους τύπους να τηρείται και η ουσία των νόμων. Ως αποτέλεσμα έχουμε την καλλιέργεια μια νοοτροπίας «κομπραδόρων και ραντιέρηδων», που με τον τρόπο τους ποντάρουν στις ρωγμές του συστήματος και στην ευαισθησία της κοινωνίας. Γι’ αυτό η ουσία της πολιτικής του κράτους στο πεδίο της απασχόλησης πρέπει να αλλάξει. Δεν αρκεί να γίνει πιο ενεργητική στο πεδίο της αναζήτησης εργασίας -οι σχετικές πρωτοβουλίες με τις «ημέρες καριέρας» που λαμβάνει τελευταία η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ – πρώην ΟΑΕΔ) έχουν ενδιαφέρον και επιτυχία. Ούτε αρκούν μόνο τα προγράμματα κατάρτισης ανέργων προς απόκτηση δεξιοτήτων, που συχνά δεν έχουν ουσία και όσοι τα παρακολουθούν το κάνουν για να εισπράξουν την προβλεπόμενη αντιμισθία. Εάν η πολιτική για την απασχόληση δεν αφαιρέσει από την ανεργία όλα της τα προνόμια δεν πρόκειται να επιτύχει πολλά. Προφανώς το επίδομα ανεργίας θα υπάρχει, αλλά μπορεί να μετατραπεί κυρίως σε επίδομα εργασίας, όπως συμβαίνει αλλού και όπως συζητείται στην Ελλάδα εδώ και χρόνια. Διότι η επιδοματική πολιτική, στην οποία για πάνω από δέκα χρόνια επιδίδονται οι κυβερνήσεις -και η σημερινή-, είναι κοινωνικά επικίνδυνη, αφού εκτός του ότι επιτρέπει σε κάποιους ανάμεσά μας να επιβιώνουν και να… λαθροβιώνουν, καλλιεργεί αντιπαραγωγικές νοοτροπίες, οι οποίες βλάπτουν πρωτίστως όποιον πέσει στην παγίδα, στρεβλώνουν την μεγάλη εικόνα, ενώ επηρεάζουν αρνητικά τα δημόσια οικονομικά και ολόκληρη την οικονομία