Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου
Τὰ δύο αὐτὰ σημαντικὰ γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου γεγονότα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴ 15η Αὐγούστου. Καὶ ἐνῷ ἡ κοίμηση (δήλ. ὁ θάνατος) τῆς Θεοτόκου θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ἕνα λυπηρὸ γεγονός, διότι εἶναι ἕνας ἀπορφανισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τὴν κοινὴ μητέρα της, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐν τούτοις ἡ ὑμνολογία εἶναι χαρμόσυνη καὶ θριαμβευτική, διότι ἡ Θεοτόκος ἐκλήθη ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Υἱοῦ της νὰ εἰσέλθει θριαμβευτικὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ὅπου πλέον βοηθᾶ πολὺ πιὸ ἀποτελεσματικὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀπ’ ὅ,τι ὅταν ἦταν ἐν ζωῇ. Ἔχει γίνει ἡ πιὸ ἀποτελεσματικὴ «μεσίτρια» πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ ὅλους τούς ἁγίους, ἡ κοινὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τὸ μεγαλύτερο μέσον γιὰ τὴ σωτηρία κάθε Χριστιανοῦ. Ὁ ὑμνωδὸς συμπυκνώνει τὶς ἰδιότητες αὐτὲς τῆς Θεοτόκου ὡς ἑξῆς : «Τὴν ἐν πρεσβείας ἀκοίμητον Θεοτόκον καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νεκρῶσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» δηλ. τὴ Θεοτόκο ποὺ πρεσβεύει ἀδιαλείπτως καὶ χωρὶς νὰ κοιμᾶται, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀμετακίνητη ἐλπίδα προστασίας τῶν Χρὶ-στιανῶν (ἀπὸ τοὺς δαίμονες), ὁ τάφος καὶ ἡ νέκρωση δὲ τὴν κράτησε, ἀλλὰ τὸ σῶμα της θεώθηκε καὶ ἀνέβηκε ἄφθαρτο στὸν οὐρανό. Διότι, ὡς μητέρα τῆς ζωῆς μετέθεσε πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, Αὐτὸς (δήλ. ὁ Χριστὸς) ποὺ κατοίκησε στὴν ἀειπάρθενη μήτρα της.
Πράγματι ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἀναφέροντας τὰ γεγονότα ποὺ συνοδεύουν τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου, τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν ταφή της, τὸ σῶμα της ἔλειπε ἀπὸ τὸν τάφο. Ἀναλυτικά, τὰ γεγονότα ποὺ προηγοῦνται καὶ ἕπονται τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτὸκου, εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὰ ἑξῆς:
Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, θέλησε νὰ παραλάβει κοντὰ Του τὴ μητέρα Του, τρεῖς μέρες πρὶν τὸν θάνατό της, τῆς φανέρωσε δι’ ἀγγέλου (ἴσως τοῦ Γαβριὴλ) τὴ βούλησή του. Ἦρθε ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Υἱός σου·: εἶναι καιρὸς νὰ παραλάβω τὴν μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αὐτὸ μὴν ταραχθῆς, ἀλλὰ δέξαι τὸ μήνυμα μὲ εὐφροσύνη, ἐπειδὴ μεταβαίνεις σὲ ζωὴ ἀθάνατη».
Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἡ Θεοτόκος χάρηκε πολὺ διότι εἶχε θερμὸ πόθο νὰ βρεθεῖ σύντομα κοντὰ στὸν Υἱό της. Ἐπειδὴ συνήθιζε συχνὰ νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ προσεύχεται στὸ ὂρος τῶν Ἐλαιῶν, ξεκίνησε καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ βιασύνη καὶ προθυμία νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τελευταία φορὰ ἐκεῖ. Τότε ἀκολούθησε θαῦμα παράδοξο. Καθὼς ἀνέβαινε ἡ Θεοτόκος, τὰ δένδρα ἔκλιναν τὴν κορυφή τους καὶ τὴν προσκύνησαν, σὰν νὰ ἦταν ἔμψυχα καὶ λογικά, δείχνοντας ἔτσι τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμή τους στὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε ἀρκετὰ στὸ ὂρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία της, ἄναψε φῶτα πολλά, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ σκουπίζει καὶ συγυρίζει τὸ σπίτι της. Κάλεσε τὶς συγγενεῖς καὶ τὶς γειτόνισσες, ἑτοίμασε τὸ νεκροκρέβατό της καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸν ἐνταφιασμό της. Φανέρωσε τότε στὶς ἄλλες γυναῖκες τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος γιὰ τὴν κοίμησή της καὶ τὴ μετάβασή της στὴν οὐράνια βασιλεία καὶ σὰν ἀπόδειξη τίς ἔδειξε ἕνα κλαδὶ φοίνικος ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ ἄγγελος σὰν σύμβολο νίκης καὶ χαρᾶς.
Οἱ γυναῖκες ποὺ ἦρθαν στὸ σπίτι της μόλις ἄκουσαν τὸ θλιβερὸ μήνυμα, ἄρχισαν νὰ θρηνοῦν καὶ νὰ τὴν παρακαλοῦν νὰ μὴν τὶς ἀφήσει ὀρφανές. Ἡ Θεοτόκος τὶς διαβεβαὶωσε ὅτι, ὅταν μετασταθεῖ στοὺς οὐρανοὺς, θὰ φυλάει καὶ θὰ βοηθάει ὄχι μόνον αὐτές, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔτσι μὲ γλυκὰ καὶ παρηγορητικὰ λόγια σταμάτησε τοὺς θρήνους τους καὶ τὴν ὑπερβολική τους λύπη. Ἔπειτα μοίρασε στὶς δύο φίλες της χῆρες, ποὺ συμβιοῦσαν μαζί της, ἀπὸ ἕνα φόρεμά της.
Καὶ ξαφνικά, ἕνα νέο μεγάλο θαῦμα συνετελέσθη. Ἀκούστηκε ἦχος δυνατῆς βοῆς καὶ ἔφθασαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης νέφη, ποὺ μετέφεραν τοὺς Ἀποστόλους. Μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἦρθαν και Ἃγιοι Ἱεράρχες, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης, ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος καὶ ἄλλοι. Ὅλοι αὐτοὶ μόλις ἔμαθαν τὴν αἰτία τῆς παράδοξης συνάξεώς τους τῆς εἶπαν: «Ὅσο σὲ βλέπαμε Δέσποινα νὰ ζεῖς καὶ νὰ μένεις στὸν κόσμο, παρηγορούμεθα σὰν νὰ βλέπαμε τὸν Υἱό σου, διδάσκαλο καὶ Κύριό μας. Ἐπειδὴ ὅμως τώρα, μὲ τὴ βούληση τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ μεταβαίνεις στὰ οὐράνια, γι’ αὐτὸ καθὼς βλέπεις θρηνοῦμε καὶ δακρύζουμε, ἂν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη χαιρόμαστε γιὰ ὅσα θαυμαστά σοῦ ἔγιναν» καὶ ἔβρεχαν τὰ πρόσωπά τους μὲ δάκρυα. Τότε ἡ Θεοτόκος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὦ φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ Υἱοῦ μου καὶ Θεοῦ, μὴν κάμετε πένθος καὶ λύπη τὴ χαρά μου, ἀλλὰ ἐνταφιάσατε τὸ σῶμα μου καθὼς θὰ τὸ σχηματίσω πάνω στὸ νεκροκρέβατο».
Ὅταν εἰπώθηκαν αὐτὰ τὰ λόγια, φθάνει καὶ ὁ θεσπέσιος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Θεοτόκου τὴν προσκύνησε καὶ τὴν ἐγκωμίασε μὲ πολλὰ οὐράνια λόγια: «Χαῖρε ὦ Μῆτερ τῆς ζωῆς καὶ ὑπόθεση τοῦ κηρύγματός μου, διότι ἂν καὶ δὲν ἔζησα σωματικῶς κοντὰ στὸν Υἱό σου, βλέποντας ὅμως Σέ, νόμιζα ὅτι ἔβλεπα Ἐκεῖνον».
Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἡ Θεοτόκος ἀποχαιρέτισε ὅλους, δεήθηκε στὸν Υἱό της γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου, ἔδωσε τὴν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς Ἱεράρχες (εὐλογία ποὺ δίδεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ μέσῳ αὐτῆς στοὺς ἀνθρώπους). Στὴ συνέχεια ξάπλωσε στὸ νεκροκρέβατό της, σταύρωσε τὰ χέρια της καὶ παρέδωσε στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ της τὴν Πανάγια ψυχή της.
Τότε, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων Πέτρος, ἄρχισε νὰ ψάλλει στὴν Θεοτόκο ἐπιτάφια ἐγκώμια, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι σήκωσαν τὸ νεκροκρέβατο. Ἂλλοι προπορεύονταν βαστάζοντας ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ὡς τὸν τάφο τὸ θεοδόχο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς πορείας μέχρι τὴ Γεθσημανή, ἀκούγονταν ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔψαλλαν καὶ γέμιζαν τὸν ἀέρα μὲ ἀγγελικὲς οὐράνιες μελωδίες.
Ὅμως κάποιοι ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀκούουν αὐτὴν τὴν πομπή, παρεκίνησαν κάποιους ἀπὸ τοὺς δικούς τους νὰ ρίξουν κατὰ γῆς τὸ νεκροκρέβατο μὲ τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Ὅμως, δὲν τὸ ἐπέτυχαν . Διότι, θεία δύναμη τοὺς τύφλωσε καὶ τοὺς ἐμπόδισε ἔτσι νὰ πλησιάσουν. Ἕνας ὅμως ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος ἔφθασε κοντὰ καὶ τόλμησε νὰ πιάσει τὸ κρεβάτι. Τότε τὰ χέρια του κόπηκαν ἀπὸ τὸν ἀγκώνα καὶ ἔμειναν κρεμασμένα πάνω στὸ κρεβάτι. Κάποιοι ἁγιογράφοι παρουσιάζουν δίπλα στὸ νεκροκρέβατο, ἄγγελο μὲ ρομφαία νὰ κόβει τὰ χέρια τοῦ ἄπιστου καὶ θρασὺ Ἰουδαίου.
Ἡ ἄμεση σκληρὴ καὶ ἀναπάντεχη τιμωρία καθὼς καὶ ὁ πόνος ἀπὸ τὰ κομμένα καὶ αἱμάσσοντα χέρια, τὸν ἔκαναν νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ζητήσει συγνώμη μὲ πίστη. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, τὰ χέρια του ἀποκαταστάθηκαν. Τότε αὐτός, πῆρε τεμάχιο ἀπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου, τὸ ἔβαλε στὰ μάτια τῶν τυφλωθέντων συντρόφων του, οἱ ὁποῖοι θεραπεὺτηκαν ἀμέσως καὶ πίστεψαν.
Ὅταν ἡ νεκρικὴ πομπὴ ἔφθασε στὸ χωριὸ Γεθσημανή, οἱ Ἀπόστολοι ἐνταφίασαν τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου. Παρέμειναν ἐκεῖ τρεῖς μέρες, ἀκούγοντας ἀκαταπαύστως τοὺς ὕμνους καὶ τὶς μελωδίες τῶν ἀγγέλων.
Κατὰ θεία οἰκονομία ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς δὲν ἦτο παρὼν στὴν κηδεία τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ ἔφθασε μετὰ τὴν τρίτη ἡμέρα. Γι’ αὐτὸ ἐλυπεῖτο πολύ, διότι δὲν ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ἀκούσει ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Ὅλοι τότε συμφώνησαν νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου καὶ ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἀνοίγοντας ὅμως τὸν τάφο εἶδαν μὲ ἔκπληξη, ὅτι τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου ἔλειπε. Μόνο τὸ σεντόνι ποὺ τύλιγε τὸ σῶμα της ὑπῆρχε. Λυπήθηκαν καὶ θαύμασαν, διότι ἔγιναν μάρτυρες ἑνὸς ἄλλου ἔξοχου θαύματος. Τῆς ὁλόσωμης μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς. Ἒτσι, αὐτὸ τὸ ἄχραντο σῶμα, τῆς ἄδολης παιδούλας Μαριάμ, ποὺ κυοφόρησε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, δὲν γνώρισε φθορὰ (ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ σῶμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ). Ἀνελήφθη ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο στοὺς οὐρανούς, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Θεοτόκος θεώθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν Κοινὴ Ἀνάσταση.
Ἔτσι, ἡ κοίμηση καὶ ἡ ἔνδοξη ὁλόσωμη μετάσταση τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανοὺς ἀποτελεῖ ἕνα νέο μυστήριο, δυσκατάληπτο γιὰ τὴν κοινὴ ἀφώτιστη διάνοια. Ἀποτελεῖ ὅμως καὶ μία ἔνδοξη προοπτικὴ γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ αἰώνια ζωὴ μὲ νέο ἄφθαρτο καὶ θεωμένο σῶμα, ποὺ θὰ ἀκολουθήσει τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Κοινὴ Ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἃγ. Ἀνδρέας Κρήτης, ὁ Ἃγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὁ Ἃγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Θεοτόκος, μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή της στὸν τάφο, ἀνέστη ἐκ τοῦ τάφου, δηλ. ἑνώθηκε ἡ ὁλόφωτη ψυχή της μὲ τὸ θεοδόχο σῶμα της καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς. Δηλαδὴ ὁ ὅρος μετάσταση περιλαμβάνει τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος καὶ τὴν ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς.
Ἡ ἀλήθεια αὐτή, ἐπειδὴ δὲν ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφή, ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο μυστικὸ δόγμα, ποὺ σημειώνεται στοὺς λόγους κάποιων φωτισμένων Πατὲρων. Δὲν ἀποτελεῖ ὅμως κήρυγμα τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ ἕνα μυστήριο ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ὅπως ἐπίσης, δημιουργοῦνται γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο καὶ ἄλλα ἀναπάντητα ἐρωτήματα καὶ Μυστήρια ποὺ δὲν μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ : π.χ. σὲ ποιὰ κατάσταση εἶναι πλέον τὸ ἀναστηθὲν καὶ ἀναληφθὲν σῶμα τῆς Θεοτόκου, σὲ ποιὸ χῶρο βρίσκεται κλπ.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἡλικία θανάτου (κοιμήσεως) τῆς Θεοτόκου, γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν παράδοση, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος ἔζησε 11 χρόνια. Ἔτσι, μπῆκε στὸν Ναὸ τριῶν ἐτῶν, παρέμεινε ἐκεῖ δώδεκα χρόνια, γέννησε τὸν Χριστὸ τὸν ἑπόμενο χρόνο καὶ ἔζησε μὲ τὸν Χριστὸ τριάντα δύο χρόνια. Ὥστε συνολικὰ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς της, κατὰ τὸν Ἃγ. Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (θ΄ 298) ἦσαν 59.
Τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά της Θεοτόκου Μαρίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στὸ βιβλίο του “ΚΗΠΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝ” διασώζει μία περιγραφὴ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκανε ἡ κόρη τοῦ Ποντίου Πιλάτου Αὐρήλια στὸν υἱὸ τοῦ Ἡρώδη Λίβυο, ὅταν κάποια φορά συνήντησε τὴ Θεοτόκο Μαρία. Κατὰ τὴν περιγραφὴ τῆς Αὐρήλιας, ἡ Θεοτόκος ἦταν «σιτόχρους, κυανόφθαλμος καὶ ξανθὸ-κομος», ὡραία στὸ σῶμα καὶ μὲ ἀνάστημα λίγο ὑψηλότερο τοῦ μετρίου. Κατὰ τὸ ἦθος ἦταν ὑπερβολικὰ ταπεινὴ καὶ σεβάσμια, ἐνέπνεε δὲ τόση θεϊκὴ χάρη, ὥστε ὅποιος τὴν ἔβλεπε, αἰσθανόταν στὴν ψυχὴ του «φόβο καὶ εὐλάβεια μαζὶ μὲ ἐσωτερικὴ χαρά».