

Κι ήταν αυτή η κυνικότητα και η σκληρότητα του ρόλου μέσα από τον οποίο τη γνώρισε και την αγάπησε το ευρύ κοινό, της ακαταπόνητης και άφθαρτης Σωσώς, που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη συνειδητοποίηση της θλιβερής είδησης του θανάτου της, σε ηλικία μόλις 61 ετών, μετά από σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.
Η Καίτη Κωνσταντίνου υπήρξε βασικό μέλος μιας ομάδας ηθοποιών που εισέβαλε δυναμικά στο θεατρικό και τηλεοπτικό τοπίο, τη δεκαετία του ’90, το ανανέωσε με τη φρεσκάδα και το ταλέντο του και έκανε μόδα τη σύγχρονη ελληνική κωμωδία. Στην ίδια εκείνη παρέα φίλων ανήκαν η Μαρία Καβογιάννη, η Υρώ Μανέ, ο Κώστας Κόκλας, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης.
Με τις δύο πρώτες μάλιστα, υπήρξε συμφοιτήτρια και φίλη στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Μαζί έδωσαν κατατακτήριες εξετάσεις, ενώπιον του εμβληματικού Καρόλου Κουν, μαζί μυήθηκαν στην υποκριτική τέχνη από σημαντικούς θεατρικούς δασκάλους όπως ο Κουγιουμτζής και ο Λαζάνης.

Την ίδια περίοδο, βέβαια, η νεαρή Καίτη Κωνσταντίνου από τη Ροδοδάφνη Αχαΐας σπούδαζε και στη Φιλοσοφική. Το κορίτσι που έχασε τον πατέρα του σε ηλικία μόλις οκτώ ετών – απώλεια που σημάδεψε τη ζωή της – και μεγάλωσε με τη μητέρα της και την αδελφή της ονειρευόταν, αρχικά, να γίνει γιατρός. Κάποιες αλλαγές όμως στο σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων την οδήγησαν στο δρόμο της φιλολογίας. Τομέα στον οποίο δραστηριοποιήθηκε και επαγγελματικά, ως καθηγήτρια, αλλά για δύο μόλις χρόνια. Το εγκατέλειψε το καθηγητιλίκι και ακολούθησε την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά για την υποκριτική.

Από τη δραματική σχολή αποφοίτησε το 1986. Η χρονιά – σταθμός για την επαγγελματική της ζωή ωστόσο ήταν το 1995 όταν βρέθηκε στο ολοκαίνουργιο τότε Θέατρο Αποθήκη, μαζί με μια παρέα με την οποία επρόκειτο να συμπορευτεί με μεγάλη επιτυχία στο μέλλον. Μαζί με τις φίλες της Μαρία Καβογιάννη και Υρώ Μανέ αλλά και τους Κώστα Κόκλα και Χρήστο Χατζηπαναγιώτη πρωταγωνίστησε στη μεγάλη, όπως αποδείχτηκε, θεατρική επιτυχία «Ο Αι – Βασίλης είναι σκέτη λέρα» (1995 -1997), σε σκηνοθεσία Κώστα Αρζόγλου και μετάφραση, διασκευή Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Για δυο ολόκληρα χρόνια έξω από την είσοδο του θεάτρου, της αναγεννημένης γειτονιάς του Ψυρρή γινόταν το αδιαχώρητο.

Την υπέροχη ατμόσφαιρα αυτού του θιάσου θέλησε να μεταφέρει στην τηλεόραση ο Θοδωρής Πετρόπουλος όταν έγραφε τα «Εγκλήματα». Εντέλει τα κατάφερε και με το παραπάνω καθώς το προχωρημένο και σουρεαλιστικό για την εποχή του αυτό κωμικό σίριαλ με τη δαιμόνια σύζυγο που σχεδίαζε τη δολοφονία του άντρα της επειδή την απατούσε, τις περιπέτειες μιας καλοκάγαθης ιερόδουλης και τον έρωτα ενός χασάπη και μιας καθωσπρέπει παντρεμένης κυρίας ενθουσίασε το τηλεοπτικό κοινό. Και οι ατάκες της διαβολογυναίκας Σωσώς έγραψαν τηλεοπτική ιστορία. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που προβάλλεται η σειρά σε επανάληψη σημειώνει υψηλά νούμερα τηλεθέασης.

Η Καίτη Κωνσταντίνου βγήκε από τον θρίαμβο των «Εγκλημάτων» διάσημη, αγαπητή, περιζήτητη, αλλά και περιορισμένη σε μια συγκεκριμένη γκάμα κωμικών ρόλων οι οποίοι ακολούθησαν. Τα επόμενα χρόνια την είδαμε να ενσαρκώνει τη Λιλίκα Γεωργίου, τον πρώτο τρανς γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο της ελληνικής τηλεόραση στην κωμική σειρά «Κάπου σε ξέρω», την Ευανθία Σέκερη Βασίλενα στη θεότρελη οικογενειακή κωμωδία των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου «Η τούρτα της μαμάς» και πιο πρόσφατα την Αλέξις Βροντάκη, στην τηλεοπτική αναβίωση της επιτυχημένης ταινίας των Ρέππα – Παπαθανασίου «Το Κλάμα Βγήκε Από Τον Παράδεισο», υπό τον τίτλο «Η Κατάρα της Τζέλας Δελαφράγκα», μια σάτιρα – φόρο τιμής στις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης.

Τους επιτυχημένους μεν τυποποιημένους δε κωμικούς ρόλους που τής ανέθεταν στη μικρή οθόνη απέφυγε απολύτως συνειδητά η Καίτη Κωνσταντίνου στις θεατρικές δουλειές που έκανε την τελευταία δεκαετία. Το 2016 τόλμησε να μεταμορφωθεί επί σκηνής του Σύγχρονου Θεάτρου στον αιμοβόρο σαιξπηρικό ήρωα «Ριχάρδο τον Γ»’, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τάκη Τζαμαργιά.

Η τελευταία της θεατρική εμφάνιση ήταν στο Θέατρο Μικρό Χορν, την περίοδο 2023 – 2024, στο έργο του Άκη Δήμου «Συνέβη στο Monterey», και πάλι σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Υποδυόταν μια ανέραστη μανικιουρίστα που συναντιέται τυχαία με μια ηθοποιό χωρίς ρόλο (Λυδία Φωτοπούλου) και μοιράζονται, μεταξύ γέλιων και δακρύων, τις ιστορίες τους, τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους, τους φόβους και τις επιθυμίες τους.

Κάπως έτσι, γλυκόπικρα, μοιάζει να κύλησε και η ζωή της Καίτης Κωνσταντίνου, της ηθοποιού που χάρισε άφθονο γέλιο αλλά κουβαλούσε πάντα μια μελαγχολία στο βλέμμα.