Η αίγλη του μαχητή Άγρα ασκούσε μεγάλη επιρροή και στους υπόλοιπους έλληνες οπλαρχηγούς του Βάλτου, με τους οποίους συνεργαζόταν στενά. Ο Άγρας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος επέμεινε απεγνωσμένα στην αποστολή του. Ετοίμαζε νέα επίθεση και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αυξήσει τις δυνάμεις του στρατολογώντας άντρες από τον ντόπιο πληθυσμό. Οι στρατιωτικές επιτυχίες του έδωσαν χαρά στον ελληνικό πληθυσμό.
Όμως, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, ο Νικηφόρος τον πίεζε να εγκαταλείψει τον Βάλτο και να μεταβεί στη Νάουσα. Όπως προκύπτει από την υπηρεσιακή αλληλογραφία του εκείνων των ημερών, στα τέλη Ιανουαρίου οι μισοί άνδρες του είχαν μετεγκατασταθεί στη Νάουσα κι αυτός ετοιμαζόταν για αναχώρηση. Στην επιστολή της 31.01.1907 του «Τέλλου» αναφέρεται ότι: «[…] Ήμισυ σχολείου [σώματός] μου εισήλθε εις Φλωρεντία [Νάουσα]. Έτερον ήμισυ αναχωρήση μετ’ εμού. […]». Η παύση της δραστηριότητας των Βουλγάρων στη λίμνη και η επιχειρησιακή απραξία έκανε τον Άγρα να αισθάνεται ανώφελη την παραμονή του στη λίμνη. Στις 2.2.1907 έγραψε χαρακτηριστικά ότι: «[…] Πρέπει να φύγω γρήγορα. Με στεναχωρεί η εν τη Γενεύη [λίμνη Γιαννιτσών] παραμονή μου. […] Αποστείλατέ μοι δι’ επιφέροντος ιατρού [Αντωνάκη] λογ/σμόν Νοεμβρίου […] Ως προς εμέ είμαι τελείως άχρηστος εν Γενεύη […]».
Στον Άγρα ανατέθηκε η εξόντωση του Χατζηγώγου, πρωτεργάτη της ρουμανικής προπαγάνδας στη Βέροια. Για το σκοπό αυτό έστειλε τον Τηλιγάδη με έναν αντάρτη στη Βέροια για να τον δολοφονήσουν. Δεν τα κατάφεραν, επαναλήφθηκε η αποστολή με άλλους άνδρες, αλλά και πάλι απέτυχαν, εξαιτίας των σοβαρών μέτρων ασφαλείας που έπαιρνε ο στόχος τους. Ο Υψηλάντης μνημόνευσε και μία επιχείρηση δολοφονίας του τροφοδότη Αποστόλη στο Γιδά, για προδοτική συμπεριφορά του υπέρ του Χατζηγώγου και υπέρ των Βουλγάρων. «[…] Αλλά και άλλην αποστολήν ανταρτών μας ενηργήσαμεν εις Γιδά (Βεροίας) εν ώρα νυκτός μάλιστα αποβλέπουσαν εις την σύλληψιν και μεταγωγήν εις το Αρχηγείον μας, του πρώην τροφοδότου μας Αποστόλου [Ματόπουλου], Έλληνος δυστυχώς όπως λογοδοτήση δια τας προδοτικάς του καθ’ ημών ενεργείας, ως επί παραδείγματι, δια τας πληροφορίας τας οποίας μετέδιδε εις τον Χατζηγώγον περί των κινήσεών μας και αποφάσεών μας χρηματιζόμενος παρ’ αυτού, όστις με την σειράν του διεβίβαζε ταύτας εις τους βουλγάρους του Βάλτου. Δυστυχώς δεν ηδυνήθησαν οι άνδρες μας να τον ανεύρουν πουθενά. […] Κατόπιν τούτου ηναγκάσθημεν να προσλάβωμεν ως τροφοδότην μας κάποιον τούρκον Αμπτουραΐμ εκ Βεροίας, έμπιστον του Χαλήλ Μπέη, όστις και απεδείχθη εχέμυθος και ειλικρινής μέχρι της ημέρας που εγκατελείψαμεν τον βάλτον […]». Πάντως κατά τη διάρκεια της παραμονής του Άγρα στο Βάλτο το σώμα του ούτε στιγμή δεν επαναπαυόταν και φρόντιζε να εκτελεί τα καθήκοντά του κινούμενο τις νύχτες για την προστασία της ασφάλειας, της ζωής και περιουσίας των κατοίκων των ελληνικών κυρίως χωριών, τόσο εναντίον των Βουλγάρων όσο και εναντίον άλλων κακοποιών.
Μία επέμβαση του Άγρα στον Γιδά καταγράφηκε από τον Παρασκευά Ζερβέα, ο οποίος ανέφερε ότι «[…] ο Άγρας σκότωσε ένα λοχία. Ήταν λοχίας Τούρκος, σταθμάρχης στον Γιδά. Είχε γραφείο κι εμισθοδοτείτο από μας με δύο λίρες το μήνα. Μα είχε μάθει πολλά μυστικά μας, και οι αξιώσεις του διαρκώς μεγάλωναν. […]». Μετά ο Ζερβέας άκουσε τον Άγρα να λέει: «Έτσι του τα πήραμε και κείνου του άλλου του τσαούση του Γιδά, όλα μαζεμένα όσα του είχαμε δώσει».
Για να αναχωρήσει ο Άγρας από τη λίμνη έπρεπε πρώτα να φθάσει ευάριθμη εφεδρεία ανταρτών. Πληροφορία για την άφιξη νέων ανταρτών που θα αντικαθιστούσαν τους καταπονημένους άνδρες του Άγρα έχουμε από την έκθεση του τότε εύζωνα Απ. Κουτσόπουλου: «[…] Την 6ην Φεβρουαρίου 1907 […] εστρατολογήθην εθελουσίως εκ του 6ου Ευζωνικού Συν/τος, εδρεύοντος εν Τυρνάβω και εις ό ανήκον. Ανεχώρησα δια τον Μακεδονικόν αγώνα μετά 100 περίπου συναδέλφων μου […]. / Την νύκτα 6-7 Φεβρουαρίου ανεχωρήσαμεν […] ενεδύθημεν ανταρτικάς ενδυμασίας, τας δε στρατιωτικάς παρεδώσαμεν εις τον κ. Μαρούδαν. Ωπλίσθημεν δι’ όπλων Γκρά και χειροβομβίδας και ανεμένομεν ιστιοφόρον τι δια να αναχωρήσωμεν. Την 4ην ημέραν εν καιρώ νυκτός εισήλθομεν εις το ιστιοφόρον και ανεχωρήσαμεν […] χωρίς ημείς οι οπλίται να γνωρίζωμεν που κατευθυνόμεθα και αφού ενεκλείσθημεν εις το βάθος του ιστιοφόρου και αφού ελάβομεν διαταγήν ότι εις όλον το διάστημα του ταξειδίου μας να σιωπώμεν και να είμεθα έτοιμοι προς αντιμετώπισιν παντός τυχόν παρουσιασθησομένου κινδύνου. Μετά 4ων περίπου ημερών ταξείδιον θαλάσσιον και κατόπιν πολλών νηοψιών υπό Τουρκικών πλοίων χωρίς να ανακαλυφθώμεν εφθάσαμεν νύκτωρ εις τινα ακτήν. Αμέσως εξήλθομεν του ιστιοφόρου μεθ’ απάντων των πολεμικών μας ειδών εις ξηράν. Ηρωτήσαμεν τους οπλαρχηγούς μας Πέτρον Λέκαν, Χαρίσην κλπ, περί του μέρους που ευρισκόμεθα και μας εδήλωσαν ότι ευρισκόμεθα εις την πεδιάδα του Ρουμλουκίου και εντός του Μακεδονικού εδάφους. Εκεί ετοιμασθέντες προς πορείαν ελάβομεν ρητήν διαταγήν, ότι όλοι ομού πρέπει να διανύσωμεν 15 περίπου ωρών πορείαν και προ της ανατολής του ηλίου πρέπει να προφθάσωμεν να εισέλθωμεν εις την λίμνην των Γενιτσών χωρίς να γίνωμεν αντιληπτοί δια που προωριζόμεθα. Καθ’ οδόν μας παρουσιάσθησαν διάφορα εμπόδια, τα οποία τη καταλλήλω ενεργεία των οδηγών μας τα αντεμετωπίσαμεν και ούτω χωρίς να γίνωμεν αντιληπτοί παρά των Τουρκικών αρχών κατάκοποι κατωρθώσαμεν και εισήλθομεν εντός της λίμνης νύκτωρ. Εις την παραλίαν μας ανέμενον τα ιστορικά πλοιάρια (πλάβες), εις ά εισήλθομεν και δια του δεξιού χειρισμού των πλοιάρχων συναδέλφων μας κατηυθύνθημεν εις το βάθος της λίμνης και προσήχθημεν ενώπιον του αρχηγού Αγαπηνού ή καπετάν Άγρα. Παρουσιάσθημεν ενώπιόν του την 16ην Φεβρουαρίου 1907, αφού ούτος μας ευχαρίστησε και μας ανεκοίνωσε τον σκοπόν μας, ον όλοι ομού επεδιώκαμε, διέταξεν αμέσως την τοποθέτησίν μας και την ανάληψιν της υπηρεσίας αυθημερόν, συστήσας εις ημάς ζήλον, θάρρος, αυτάρνησιν και τυφλήν υπακοήν εις τους προϊσταμένους μας. Το εσπέρας της ιδίας ημέρας εγώ ετοποθετήθην εις την εντός της λίμνης κατασκευασθείσαν ιστορικήν καλύβην, ονομαζομένην «του Μπάρδη» ούτω ελέγετο και ο οπλαρχηγός Μπάρδης [;]. Η καλύβη αύτη, ως όλαι αι εντός της λίμνης ευρισκόμεναι τοιαύται, ήτο εκτισμένη εις βάθος ύδατος 3 περίπου μέτρων δια χονδρών ξυλίνων πασσάλων. Επί της επιφανείας της λίμνης ήτο κατεσκευασμένον πάτωμα με δέματα εκ κλάδων φυτών λιμναίων και με χώμα. Η επιστέγασις ήτο κατεσκευασμένη με καλάμους. Εντός αυτής είμεθα ωχυρωμένοι κατά τρείς τρόπους, όρθιοι, γονυπετείς και πρηνείς. Είχομεν επ’ αυτής και σκοπιάν εις ύψος 3 μέτρων με κλίμακας και οπάς ως πολεμίστρας. / Τα οχυρώματα της λίμνης είχον πλάτος ενός περίπου μέτρου, κατεσκευασμένα με σάκκους γεμάτους με χώμα αναμεμιγμένον με τετραγωνίδια μαρμάρου και ο εις σάκκος ήτο επί του άλλου. / Από της 16ης Φεβρουαρίου, αφ’ ής εγκατεστάθην εις την καλύβην ετέθην υπό τας διαταγάς του καπετάν Μπάρδη, υπαξιωματικού του Ναυτικού εκ Σύρου μετά 10 ετέρων οπλιτών και ηρχίσαμεν επίθεσιν κατά της βουλγαρικής καλύβης, της απεχούσης 500 περίπου μέτρα […]».
Στο τέλος (20) Φεβρουαρίου 1907 ο καπετάν Άγρας αποχώρησε από τη λίμνη και εγκαταστάθηκε ως αρχηγός στη Νάουσα, προκειμένου παράλληλα να θεραπευθεί από τα τραύματα και τους πυρετούς που τον ταλαιπωρούσαν. Σε ανυπόγραφη επιστολή 22.2.1907 (του φακέλου «Άγρας») αναφέρεται η άφιξη του Άγρα στη Νάουσα, η αναχώρηση αρκετών ανδρών του για την Ελλάδα και η εκνευριστική απραξία του στην πόλη. «[…] Προχθές αφίχθην ενταύθα. […] Εγώ έχω καταντήσει σχεδόν άχρηστος και επειδή κατόπιν αναχωρήσεως των 4 δεν μοι μένει και υλικόν δι’ αυτό θέλω σας παρακαλέσω να φροντίσητε δια την αντικατάστασίν μου εμού και των λοιπών παιδιών, καθόσον δια τίποτε άλλο δεν είμεθα ικανοί παρά να κατασπαταλώμεν λίρας εντός των οικιών της Φλωρεντίας [Νάουσας].[…]».-
Αλεξάνδρεια, 16.2.2024 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / mosio@otenet.gr