Μπορεί το ξύλο σε όλες του τις μορφές, να ήταν κυρίαρχο στη ζωή των ανθρώπων τουυ Ρουμλουκιού, όμως σε μιαν άκρη κρατούσε γερά τη θέση του και το μέταλλο και ιδιαίτερα το σίδερο. Υπήρχαν εργαλεία που δεν μπορούσε να τα κατασκευάσει κανένας άλλος τεχνίτης εκτός από το σιδερά και υποχρεωτικά με πρώτη ύλη το σίδερο.

Η αλήθεια είναι πως τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών των εργαλείων τα αγόραζαν από τα γειτονικά αστικά κέντρα. Δεν έλειπαν όμως και οι ανάγκες που έπρεπε να καλυφτούν επιτόπου. Για το λόγο αυτό σε κάθε χωριό υπήρχε και κάποιος που είχε ένα υποτυπώδες έστω εργαστήρι, με λίγα εργαλεία, με μια χούφτα κάρβουνα, αρκετά ωστόσο για τις άμεσες και πιεστικές ανάγκες της καθημερινότητας.
Είχαμε και στο χωριό μας ένα τέτοιο εργαστήρι. Το θυμάμαι πολύ καλά και διότι ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν το μοναδικό, αλλά και γιατί καταφεύγαμε κάποτε κι εμείς τα παιδιά εκεί είτε για μια μικρή επέμβαση του σιδερά σε κάποιο παιχνίδι μας είτε για να περιμαζέψουμε κανένα μεταλλικό απομεινάρι για τις δικές μας κατασκευές.
Στο κέντρο του χώρου βρισκόταν αυτό που εμείς ονομάζαμε μουχάνι. Ήταν ένα μεγάλο φυσερό που αποτελούνταν από μια πτυσσόμενη επιφάνεια, η οποία καθώς ανοιγόκλεινε έστελνε ρεύμα αέρα πάνω σε έναν μεταλλικό πάγκο όπου άναβαν τα κάρβουνα. Όταν αυτά γίνοταν κατακόκκινα ο σιδεράς έχωνε μέσα το σίδερο που ήθελε να δουλέψει. Ύστερα, πυρακτωμένο όπως ήταν, τα άρπαζε μα μια μασιά, το τοποθετούσε πάνω στο αμόνι και άρχιζε να το χτυπάει ασταμάτητα με μια βαριοπούλα. Ανάμεσα στα άλλα που μας έκαμναν εντύπωση ήταν και τα μπράτσα του σιδερά! Άμα ολοκλήρωνε το σφυροκόπημα και πετύχαινε το σκοπό του, πότε επιδιώκοντας να κολλήσει ένα ραγισμένο ή σπασμένο εργαλείο, πότε να παροξύνει (τροχίσει) ένα υνί ή άλλη κοπτική επιφάνεια, άλλοτε να κατασκευάσει ένα δικής του έμπνευσης εργαλείο, έχωνε το ζεστό ακόμα μεταλλικό αντικείμενο μέσα σε έναν κουβά με νερό. Εκείνο τσιτσίριζε άγρια και από το δοχείο έβγαιναν υδρατμοί. Εννοείται ότι συχνά έβαζε το εργαλείο ξανά και ξανά στη φωτιά, ώσπου να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όλο το εργαστήρι ήταν κατάμαυρο από τον καπνό, το ίδιο και ο σιδεράς, του οποίου μερικές φορές γυάλιζαν μόνο τα μάτια. Η μυρωδιά από το καμένο μέταλλο, μαζί με εκείνη από τα κάρβουνα απλωνόταν σε όλο το γύρω χώρο κι εμείς την οσμιζόμασταν σαν τα λαγωνικά, που βρίσκονται στο ντορό (ίχνη) του θηράματος.
Πρόβλημα του ήταν η εξοικονόμηση των απαραίτητων κάρβουνων. Έπρεπε να είναι πετροκάρβουνα, να αποδίδουν υψηλές θερμοκρασίες και να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια. Η αναζήτηση τους τον οδηγούσε με το τρένο συχνά ως τη μακρινή, για τότε περιοχή της Φλώρινας. Λέγεται μάλιστα πως σε μια τέτοια εκστρατεία ένας δικός μας σιδεράς, ένας συγχωριανός μας, έχει πάθει κάποιο ατύχημα και δε γύρισε ποτέ πίσω.