Σε «μονόδρομο» θα εξελιχθεί η ένταξη σε κάποιο από τα μελλοντικά προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, για τους περισσότερους ιδιοκτήτες ακινήτων. Μια διαδικασία, η οποία μέχρι πρότινος ήταν προαιρετική, πλέον μετατρέπεται σχεδόν σε υποχρεωτική, για μια σειρά από λόγους. Ο βασικότερος όλων ασφαλώς είναι το κόστος, καθώς μέσω του «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον», εξασφαλίζεται επιδότηση έως και 75%, ανάλογα φυσικά με το εισόδημα του αιτούντα. Στην πράξη πρόκειται για μια πολύ σημαντική ενίσχυση, καθώς μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι τιμές των υλικών κατασκευής έχουν εκτοξευτεί, ανεβάζοντας κι άλλο το ήδη αυξημένο κόστος.
Σήμερα, υπολογίζεται ότι για ένα τυπικό διαμέρισμα 80 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη χαμηλότερη κατηγορία του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), δηλαδή την «Η», χρειάζονται περίπου 25.000 ευρώ, ή 312,5 ευρώ/τ.μ., προκειμένου να αναβαθμιστεί ενεργειακά κατά δύο και περισσότερες κατηγορίες. Πριν από δύο – τρία χρόνια, το σχετικό κόστος δεν ξεπερνούσε τις 15.000 – 20.000 ευρώ. Στις απαιτούμενες εργασίες περιλαμβάνονται ενεργειακά κουφώματα με θερμοδιακοπή, εφαρμογή θερμομόνωσης στην πρόσοψη του ακινήτου και αντικατάσταση του συστήματος θέρμανσης, με αυτονόμηση και χρήση ατομικού λέβητα φυσικού αερίου, εφόσον το ακίνητο βρίσκεται σε σημείο που εξυπηρετείται από το δίκτυο.
50.000 ιδιοκτήτες ακινήτων
Εναλλακτικά, η αντικατάσταση του συστήματος θέρμανσης μπορεί να γίνει και κεντρικά, κατόπιν συνεννόησης όλων των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Ωστόσο, σήμερα, η πλειονότητα επιλέγει την χρήση ατομικών συστημάτων, καθώς με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ένας σημαντικός «πονοκέφαλος», αναφορικά με τη διαχείριση του κτιρίου. Μάλιστα, ακόμα κι αν έχει ληφθεί κοινή απόφαση για αντικατάσταση π.χ. του λέβητα πετρελαίου, η συνηθέστερη επιλογή δεν είναι η αγορά ενός λέβητα φυσικού αερίου, αλλά η τοποθέτηση ατομικών λεβητών σε κάθε διαμέρισμα, ώστε ο κάθε ένοικος να επιλέγει τον δικό του πάροχο και να ελέγχει την κατανάλωσή του.
Με βάση τα στοιχεία, από το τρέχον πρόγραμμα Εξοικονομώ Κατ’Οίκον, αναμένεται να επωφεληθούν περίπου 50.000 ιδιοκτήτες, με τη συνολική κινητοποίηση κεφαλαίων να διαμορφώνεται σε 1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 632 εκατ. ευρώ αφορούν επιδότηση και τα υπόλοιπα 368 εκατ. ευρώ αφορούν μόχλευση δανειακών κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, η μέση δαπάνη ανά ακίνητο θα διαμορφωθεί σε 20.000 ευρώ.
Τα παραπάνω νούμερα είναι όμως «σταγόνα στον ωκεανό», σε σχέση με το μέγεθος των ενεργειακών αναβαθμίσεων που θα πρέπει να γίνουν τα επόμενα χρόνια στην χώρα. Το «πρέπει» έγκειται στο ότι από τον περασμένο Μάρτιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε κοινοτική οδηγία, βάσει της οποίας, όσοι ιδιοκτήτες επιθυμούν να μεταβιβάσουν, ή να εκμισθώσουν το ακίνητό τους, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν φροντίσει να το αναβαθμίσουν ενεργειακά. Στην περίπτωση των κατοικιών, αυτό θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται από το 2030. Η υποχρέωση αυτή θα αφορά αποκλειστικά και μόνο τα ακίνητα που κατατάσσονται στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού και είτε πωλούνται, είτε εκμισθώνονται (με νέα μισθωτήρια συμβόλαια). Τα επαγγελματικά ακίνητα (π.χ. γραφεία, εμπορικά καταστήματα, αποθήκες κτλ.) και τα ακίνητα που χρησιμοποιεί το δημόσιο, θα πρέπει να επιτύχουν τον ίδιο στόχο έως το 2027 (για την κατηγορία Ε’) και έως το 2030 (για την κατηγορία Δ’), επίσης, εφόσον επίσης αποτελούν αντικείμενο νέας μίσθωσης, ή πώλησης.
Η οδηγία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του πακέτου “Fit for 55”, που αναβαθμίζει τους στόχους για την ενεργειακή μετάβαση της Ε.Ε. σε ένα πιο «πράσινο» μέλλον. Τα κτίρια της Ε.Ε. ευθύνονται για 40% της ενεργειακής κατανάλωσης και το 36% των εκπομπών ρύπων αερίων του θερμοκηπίου. Στόχος είναι να περιοριστεί η ενεργειακή φτώχεια, να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ενοίκων και να μειωθεί το κόστος θέρμανσης και ψύξης των ακινήτων, πέραν του προφανούς οφέλους, που είναι η μείωση των εκπομπών ρύπων.
Ασφαλώς, ήδη καταγράφονται σημαντικές αντιδράσεις από κράτη-μέλη, όπως η Ιταλία, η οποία, όπως και η Ελλάδα, διαθέτει ένα πολύ σημαντικό απόθεμα από ενεργοβόρα ακίνητα παλαιότερων δεκαετιών. Τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν και η κλίμακα των σχετικών έργων είναι τέτοια, ώστε αρκετοί αμφιβάλλουν για το αν το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί είναι ρεαλιστικό. Όπως τονίζουν, ακόμα κι αν ως διά μαγείας, λύνονταν τα γραφειοκρατικά προβλήματα που καθυστερούν την εκταμίευση των σχετικών ποσών των επιδοτήσεων και ταυτόχρονα όλοι οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες είχαν τη σχετική οικονομική δυνατότητα, θα τεθεί ζήτημα επάρκειας των απαιτούμενων συνεργείων τοποθέτησης, προκειμένου να προχωρήσουν τις σχετικές εργασίες.
Απογραφή
Πρακτικά, πάνω από το 50% του κτιριακού αποθέματος της χώρας ή 2,2 εκατ. ακίνητα με βάση την απογραφή του 2011, θα καταστεί μη εμπορεύσιμο από το 2030 και μετά, αν δεν προηγηθούν επενδύσεις ύψους δεκάδων δισ. ευρώ, έως τότε. Το μέγεθος αυτό αφορά σε όλα τα κτίρια που κατασκευάστηκαν από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90. Η πλειονότητα των κτιρίων αυτών στερείται θερμομόνωσης, που είναι το βασικότερο συστατικό μιας ενεργειακής αναβάθμισης, για την μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και συνεπώς και των εκπομπών ρύπων. Σήμερα, ένα κτίριο της δεκαετίας του ’60, παραμένει στη χαμηλότερη κατηγορία του ενεργειακού πιστοποιητικού, ακόμα κι αν έχει γίνει π.χ. τοποθέτηση ενεργειακών κουφωμάτων αλουμινίου.
Η ΠΟΜΙΔΑ έχει υπολογίσει ότι για την αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιρίου αποθέματος ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού, τα απαιτούμενα κεφάλαια αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ε.Ε. για αναβάθμιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, προκειμένου αυτά να θεωρούνται μηδενικών εκπομπών ρύπων. Συνολικά, στην Ε.Ε. το σχετικό κόστος, με σημερινές τιμές υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει κεφάλαια τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ, τη στιγμή που σήμερα, έχουν δεσμευτεί κονδύλια μόλις 150 δισ. ευρώ (ως επιδοτήσεις).
Σημειωτέον ότι με βάση το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), σχεδιάζεται η ενεργειακή αναβάθμιση τουλάχιστον 600.000 κτιρίων έως το 2030. Μέχρι το 2024, η κυβέρνηση στοχεύει να έχουν ενταχθεί σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας τουλάχιστον 210.000 κατοικίες, ή περίπου 50.000 κατ’ έτος, αριθμός που ήδη θεωρείται απίθανο να επιτευχθεί, με βάση τον σημερινό ρυθμό. Σημειωτέον ότι για τον σκοπό αυτό, έχουν ήδη δεσμευτεί 1,4 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ωστόσο, η νέα οδηγία της Ε.Ε. θα απαιτήσει πρόσθετα κονδύλια, λόγω της ανάγκης ένταξης στα σχετικά προγράμματα ακόμα μεγαλύτερου αριθμού ακινήτων. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του εγχειρήματος, αρκεί να υπολογιστεί, ότι στους προηγούμενους κύκλους του προγράμματος Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον, ο αριθμός των κατοικιών που εντάχθηκαν κινήθηκε μεταξύ 25.000 και 35.000 ακινήτων.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ