Η μπάρμπαμ η Τζιώλας Μηρακλής ση όλ, στου χουρό, στου πχιουτό, ζπαρέα, ση όλα, μα αν έβρησκη κι παρέα που τραγουδούση κανένας τότη το ξημέρουνη κι απ΄του πχιουτό του πουλή πουλιές φουρές δεν έβρησκη κι του σπίτ.
Όταν ήταν νιέους του κρατούση, μα σαν μηγάλουση μη διο μπουκάλια ριτσίνα γίνταν Άρχουντας κι όλα ήταν δικάτ.
Μα του βιράνκου όταν είνη μες του μπουκάλ ήσυχου δεν πειράζ κανένα, άμα βγη απτού μπουκάλ ση φκιάν ότι θελ. Ση ανηβάζ κι τπήης. Τηλιφτέα τουν ανιέβαζη τπήης του μπάρμπα του Τζιώλα, του μάλωναν τα πηδία μα αυτός δεν καταλάβηνη τίπουτα.
Μνια μέρα ήπχη παραπάν κι η πήης ανιέφκη 20. Τα χριάσκηη Μπάρμπαμ, τουν φουρτών κι τουν ήξηταση η γιατρός τουν λιέη:
Δεν έχς τήπουτα μόνου να κοψ τριτσίνα γιατί αλλιώς θα ση χάσουμη γλήγουρα.
Τουν μπάρμπαμ επηση η ουρανός κι τουν πλάκουση. Κιταζ του γιατρό στα μάτια κι τουν λιέη: Γιατρέ να μη αρτηθώ ντήπ; Καλύτηρα ντηπ, παρά να έχς αυτά τα προυβλήματα, λιέη η γιατρός.
Λιέη πάλι ημπάρμπαμ τουν γιατρό; Γιατρέ να του κόψου, μα σιγά-σιγά, οχ απότουμα.
Πως σιγά – σιγά, λιέη η γιατρός. Να, να αρχηνήσου απου μισό μπουκάλ κι να κατηβένου σακάτ. Ε, άμα είνη ετς κάντου.
Έφυγαν κι ήρθαν στου χουριό κι η μπάρμπαμ η Τζιώλας μόλις σουρούπχιαση παέν στου μαγαζί, περν 2 μπουκάλια ριτσίνα.
Στου δρόμου πην του ένα, παέν στου σπίτ, κάθουντη να φαν ανήγ του μπουκάλ πην τυ μισό κι τ’ αλλου του βούλουση για αύριου.
Τουν κητάζν τα πηδία κι ήπαν: Μπράβου η μπάρμπαζ μας του κράτση του λόγουτ, τάλου του βράδ πάη πήρη ένα μπουκάλ του ήπχη στου δρόμου κι τάλλου του μισό του ήπχη στου φαή. Τα παιδιά θάμαξαν, μνια μέρα, διο μέρης, μνια βδουμάδα, η πήης ανιέφκη πάλι.
Στου γιατρό πάλι, τουν βλιέπ η γιατρός κι τουν λιέη: Δε μηλιές μπάρμπα Τζιώλα γι’ αυτό που ήπαμη μισό μπουκάλ να κατηβέντς ησή τι κάντς, μήπους του ανηβάζ; Όχ γιατρέ μισό μπουκάλ όπως ήπαμη, τη μικρά πηδία ήμαστη, να ρώτα και τα πηδιά.
Η γιατρός έμηνη ετς. Μισό μπουκάλ κι η πήης 20; Καλά τουν λιέη πάρη αυτά τά χάπχια να δούμη πως πάη κι βλιέπουμη.
Όταν ήθηλαν να φύγν απ’ του γιατρίου η γιατρός φώναξη του πηδίτ που ήταν μαζίτ κι τουν λιέη: Να παρακολουθής τουν μπαμπάς αν πην κρυφά, γιατι η πήης δεν ανηβέν μη μισο μπουκάλ.
Ήρθαν στου σπίτ και τουν παρακουλούθηση τουν μπαμπάτ κι τουν έπχιαση στα πράσα μόλης έπηνη του μπουκάλ κρυφά στου δρόμου. Βγιέν του πηδίτ κι τουν λιέη: Τη φκιάνς ηδώ πατέρα; Η πατέραστ χουρίς να χας του κεφ λιέη: Δε βλιέπς τι φκιάνου, προυθέρμανς, αν δεν κάνου προθέρμανς πως θα πάου σπίτ; Τότη ξαναμάλουσαν τα πηδιά, μα αφτός ήληγη: Ας πιθάνου χουρτάτους.
Κι γω λιέου: Οι μηρακλήδης που πήν να μην πάρουν τσηνταγή τμπάρμπαμ Τζιώλα αλλά τγιατρού, γιατί αλλιώς γλήγουρα θα κυτάζν τα ραδίκια ανάπουδα. Κι η μπάρμπαμ η Τζιώλας που δεν άκουση τουν γιατρό μας άφση ένα προυή κι χάθκη σα δρουσιά.