«Κοπέλες του Μαουτχάουζεν/Κοπέλες του Μπέλσεν/Μην είδατε την αγάπη μου…»: Η σπαρακτική ερμηνεία της έφηβης Μαρίας Φαραντούρη στο «Άσμα ασμάτων», το πιο τραγικό αλλά και ερωτικό συνάμα τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, είναι αδύνατο να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο, καθώς αποτελεί έναν ανεπανάληπτο ύμνο στον έρωτα, που μπορεί ν’ ανθίσει ακόμη και σ’ ένα εφιαλτικό περιβάλλον και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για ζωή.
Αυτό ήταν ένα από τα τέσσερα συνολικά ποιήματα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, πολιτικού κρατούμενου στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1965, μαζί με στίχους άλλων ποιητών και κυκλοφόρησαν έναν χρόνο αργότερα υπό τον τίτλο «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Τα άλλα τρία ήταν τα «Ο δραπέτης», «Όταν τελειώσει ο πόλεμος» και «Ο Αντώνης».
Η αληθινή ιστορία του Αντώνη
Το τελευταίο, μάλιστα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και ως μουσικό θέμα στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαρβά, αφορούσε σε ένα υπαρκτό πρόσωπο και μια αληθινή ιστορία που εκτυλίχθηκε πίσω από τα κάγκελα του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης της Αυστρίας. Ο Αντώνης Κωνσταντινίδης ήταν ένας 24χρονος Έλληνας κρατούμενος που επιχείρησε, με πρωτοφανή τόλμη και αυτοθυσία, να βοηθήσει ένα Εβραίο συγκρατούμενό του να φέρει εις πέρας την καταναγκαστική εργασία μεταφοράς ενός τεράστιου ογκλόλιθου μέσω μιας σκάλας 186 σκαλοπατιών που συνέδεε το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν με το λατομείο Βίνερ Γκράμπεν. Όταν ο Εβραίος παρατάτησε, στη μέση περίπου της διαδρομής, ο Αντώνης έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο αξιωματικός των Ες Ες που επιτηρούσε, τούς έκανε σήμα να απομακρυνθούν. Κι όταν η βαριά πέτρα έπεσε από τα χέρια του σκελετωμένου Εβραίου, τον διέταξε να ανοίξει στο στόμα του και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ…Με περίσσευμα ψυχικού σθένους και γνωρίζοντας πως βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του, ο Αντώνης πήγε κοντά στο πτώμα του συγκρατούμενού του, πήρε από τα χέρια του την βαριά πέτρα και συνέχιζε να ανεβαίνει τα σκαλιά, αφήνοντας εμβρόντητο τον Γερμανό βασανιστή ο οποίος, εκδικητικά, τού πρόσθεσε ένα επιπλέον βάρος στην ήδη δύσκολη αποστολή του. Εκείνος όμως δεν λύγισε, συνέχισε απτόητος να κουβαλάει μέχρι το βράδυ…
Ο Αντώνης έγινε σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κι ας απέφευγε να αναφέρεται στην συγκλονιστικά ανθρώπινη αυτή ιστορία. Όταν μάλιστα τον ρωτούσαν πως εξηγεί το γεγονός ότι ο αξιωματικός των Ες Ες δεν πυροβόλησε και τον ίδιο μετά από τέτοια πρόκληση, εκείνος απαντούσε με νόημα «γιατί χάλασε το μηχανάκι του», εννοώντας την απανθρωπιά του ναζισμού.
«Μα κει στη σκάλα την πλατειά και των δακρύων τη σκάλα τέτοια βοήθεια είναι βρισιά τέτοια σπλαχνιά κατάρα/ Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα/ και συ λεβέντη μου έλα δω βράχο διπλό κουβάλα/ Παίρνω διπλό παίρνω τριπλό μένα με λεν Αντώνη/ κι αν είσαι άντρας έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι
Τα δυνατά κείμενα του «Μαουτχάουζεν» και η προφητεία
Δυο χρόνια έμεινε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγκλειστος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτάχουζεν βιώνοντας, από πρώτο χέρι, όλη τη φρίκη αλλά και τις ελπίδες των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί. Τις δυνατές εικόνες, τις αξέχαστες εμπειρίες αλλά και τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που βίωσε τα κατέγραψε στο βιβλίο του «Μαουτάχουζεν», που κυκλοφόρησε το 1961 από τις εκδόσεις Θεμέλιο και αποτελεί, διαχρονικά, κορωνίδα της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας.
«Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια «αληθινή» ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη «θυμηθώ» σημείωνε ο ίδιος πριν ξεκινήσει να ξετυλίγει το κουβάρι των συγκλονιστικών αφηγήσεών του.
Μία από αυτές περιγράφει τον τρόπο που ο φύτρωνε και άνθιζε ο έρωτας στα συρματοπλέγματα, προσφέροντας ανάσα ζωής, ελπίδας κόντρα στα απάνθρωπα βασανιστήρια: «Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ’ τ’ αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου… Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ’ την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ’ το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.
Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ’ αρσενικό απ’ το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν».
Υπάρχει όμως κι ένα ένα ακόμη κείμενο του Καμπανέλλη που περνά το πιο δυνατό και επίκαιρο μήνυμα στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε και αποτελεί ιδανική τροφή για σκέψη: «Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται, και κάποτε και να αθωώνεται.
Μετά από 48 χρόνια αυτό που θέλω να φωνάξω είναι πάλι;
Φίλοι μου, θυμηθείτε: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έπεσε απ’ το διάστημα. Ούτε ήταν ένας και μόνος. Ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων στη Γερμανία και την Αυστρία. Και όχι μόνο εκεί. Χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες.
Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι…»